Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Αποδράσεις_λίμνη Πλαστήρα

η πηγή που έγινε λίμνη

Εν αρχή ήν η γούρνα της βαβάς. Στο βόρειο άκρο του οροπεδίου υπήρχε μια πηγή, η «γούρνα της βαβάς», όπως την ονομάτιζαν, τα παλιά τα χρόνια. Ανάβλυζε νερό πολύ και με τη βοήθεια των γύρω ποταμών γέμιζε τον παππού Μέγδοβα. Αυτός βαρύς από το καθημερινό φορτίο του ξέφευγε από το χαμηλότερο σημείο της πεδιάδας και κατρακυλούσε με θόρυβο. Μετά ήρθε το όραμα. Αθόρυβα, όπως όλες οι μεγάλες ιδέες.

Η λίμνη αποτελεί την υλοποίηση μιας ιδέας που συνέλαβε στα 1925 ο Νικόλαος Πλαστήρας. Η υλοποίηση όμως της ιδέας του αυτής ξεκίνησε μετά το θάνατό του, προς το τέλος της δεκαετίας του '50, με την κατασκευή του φράγματος.

Κανένας δεν είχε φανταστεί το 1959 ότι αυτό το έργο που δημιουργήθηκε για να αρδεύει και να υδρεύει τον κάμπο της Καρδίτσας, θα έκρυβε μέσα του τόση ζωή και θα γινόταν ένα βιότοπος με εξαιρετική σημασία. Η μεγάλη τεχνητή λίμνη του Ταυρωπού, με τις δαντελωτές δασοσκέπαστες όχθες της, είναι σήμερα γνωστή περισσότερο ως λίμνη Πλαστήρα. Στα ανατολικά, εκεί όπου οι ορεινές απολήξεις συναντούν τον κάμπο, θα συναντήσουμε λείψανα αρχαίων πόλεων, βυζαντινά κάστρα και μοναστήρια.

Η λίμνη έχει μέγιστο μήκος 14 χλμ।, μέγιστο πλάτος 4 χλμ., μέγιστο βάθος 60 μέτρα και χωρητικότητα 400 εκατ. κυβικά μέτρα νερού σε συνολική επιφάνεια 24.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Με ειδικό αγωγό το νερό της λίμνης μεταφέρεται από το υψόμετρο των 700 μέτρων χαμηλά προς τον κάμπο δίνοντας κίνηση στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο της ΔΕΗ παραγωγής 40MWH την εβδομάδα. Η παροχέτευση νερού από τη λίμνη ανέρχεται στα 800.000 κ.μ. για άρδευση του κάμπου 38 οικισμών του νομού και ύδρευση της πόλης της Καρδίτσας.

Τα ποτάμια που ξεκινούν από τις βουνοκορυφές για να καταλήξουν στη λίμνη δημιουργούν γύρω τους ένα διαφορετικό κόσμο με τις ιτιές και τα πλατάνια και τα σκλήθρα, δίνοντας τον δικό τους τόνο στο τοπίο, με άλλου είδους ήχους ορμητικούς και έντονους. Τα καθαρά νερά τους σου επιτρέπουν να καθρεφτιστείς, να δεις τα ψάρια τους, και να πιεις από το παγωμένο νερό τους. Περπατώντας μέσα στα πυκνά δάση της περιοχής, θα δεις τα βότανα που τόσο επιδέξια χρησιμοποιούν οι κάτοικοι των χωριών φτιάχνοντας ένα δικό τους "φαρμακείο" δανεισμένο εξ ολοκλήρου από τη φύση.

Ανάμεσα τους υπάρχουν μερικά σπάνια είδη και άλλα τα οποία είναι ενδημικά που μας θυμίζουν ότι το πέρασμα στη γειτονική Ήπειρο τα αφήνει πίσω για να τονίσει τα όρια της γεωγραφικής εξάπλωσής τους.

Η συλλογή της ρίγανης, της μέντας, του θυμαριού και του τσαγιού αποτελούν για τους κατοίκους καθημερινή απασχόληση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ενώ στις αρχές του φθινοπώρου, το ενδιαφέρον τους μονοπωλεί η εξασφάλιση του καύσιμου ξύλου που αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από βελανιδιά και έλατο.

Οι εργασίες του χειμώνα για τους κατοίκους των ορεινών χωριών, περιορίζονται στην συλλογή καρπών και στην περιποίηση των σταβλισμένων πια ζώων, ενώ η πρώτη αχτίδα της άνοιξης θα τους βρει στους κήπους και τα χωράφια να καλλιεργούν τα παραδοσιακά προϊόντα της περιοχής.

Σε μερικά από τα χωριά, η άροση της γης γίνεται ακόμη με το άροτρο και την παραδοσιακή ξυλόπλεκτη "σβάρνα" που σέρνουν βόδια ή άλογα μια και η προσέγγιση του χωραφιού με μηχανικά μέσα είναι αδύνατη.

Όπως όμως και να την προσεγγίσει κανείς η περιοχή συστήνεται ως το απόλυτο τοπίο ηρεμίας και ομορφιάς.