Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Αποδράσεις - Λήμνος


στο νησί του Ηφαίστου

Η ιστορία της Λήμνου, κατά την απώτατη αρχαιότητα, συνδέεται με τη δράση των δύο ηφαιστείων της. Ο μύθος θέλει το νησί να σκεπάζεται από στάχτη και σύννεφα πυκνού καπνού για πολύ καιρό. Όταν σταματά η ηφαιστειακή δράση, ξεπροβάλλει το νησί από την άχλη. Η μοναδική του ομορφιά, στο χώρο του βορείου Αιγαίου συνδέεται άμεσα με την ξεχωριστή του ιστορία.

Σύμφωνα με την μυθολογία στη Λήμνο καταφεύγει ο Ήφαιστος όταν ο Δίας τον εξορίζει από τον Όλυμπο. Οι Σίντιες, οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού, αποδέχτηκαν και περιέθαλψαν τον εξόριστο θεό και αυτός, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, τους παραχωρεί τα μυστικά της τέχνης του σιδηρουργού.

Ο πρώτος βασιλιάς της Λήμνου, σύμφωνα πάντα με την μυθολογία ήταν ο Θόας, ο οποίος είχε παντρευτεί τη Μυρίνα, την κόρη του βασιλιά της Ιωλκού. Επί της βασιλείας του, οι γυναίκες με αρχηγό την κόρη του, την Υψιπύλη, ξεσηκώθηκαν κατά των αντρών που τις παραμελούσαν. Έτσι, αφού τους μέθυσαν τους σκότωσαν όλους εκτός από τον Θόαντα. Αργότερα οι γυναίκες της Λήμνου που ταυτίζονται με το μύθο των Αμαζόνων, ενώθηκαν με τους Αργοναύτες οι οποίοι κατά την επιστροφή τους από την Κολχίδα σταμάτησαν στο νησί. Η Υψιπύλη παντρεύτηκε τον Ιάσονα, ενώ από την ένωση των γυναικών της Λήμνου με τους Αργοναύτες γεννήθηκαν οι Μινύες.

Οι ανασκαφές στην Λήμνο έφεραν στο φως τα ερείπια της αρχαίας πόλης Πολιόχνης, η οποία άκμασε κατά την 4η π.Χ. χιλιετία.

Γύρω στο 1000 π.Χ. το νησί κατοικήθηκε από Πελασγούς. Την περίοδο αυτή ιδρύθηκαν στο νησί και οι δύο άλλες μεγάλες αρχαίες πόλεις που γνώρισαν οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη κατά την αρχαιότητα. Πρόκειται για την Ηφαιστία και την Μυρίνα, που τα λείψανά τους σώζονται ως τις μέρες μας.

Κατά τους ιστορικούς χρόνους το νησί κυριεύεται αρχικά από τους Πέρσες.

Το 512 π.Χ. γίνεται μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας.

Το 168 π.Χ. η Λήμνος περνά στην κυριαρχία των Ρωμαίων.

Στα χρόνια του Βυζαντίου το ασφαλές λιμάνι του νησιού υπήρξε σημαντικό καταφύγιο του στόλου της αυτοκρατορίας στο Αιγαίο.

Το 1204 οι Ενετοί κατακτούν και τη Λήμνο.

Το Φρούριο της Μυρίνας είναι το μεγαλύτερο σε έκταση οχυρό του Αιγαίου. Είναι κτισμένο σε πάνω σε μια βραχώδη χερσόνησο. Κτίστηκε το 1207 από τον Ενετό Δούκα της Λήμνου, Φιλόκαλο Ναβιγκαγιόζο για αμυντικούς κυρίως λόγους.
Πρόκειται για ένα επιβλητικό φρούριο με ιδιαίτερα υψηλά τείχη στην ανατολική και νότια πλευρά του και αρκετούς πύργους. Στη βόρεια και δυτική πλευρά του το τα τείχη του φρουρίου είναι χαμηλότερα.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας τα φρούριο αποτέλεσε κατοικία των Τούρκων. Το 1770, όταν ο Ρώσικος στόλος πολιορκούσε τη Μυρίνα, τα τείχη του φρουρίου υπέστησαν μεγάλες ζημιές.

Στις αρχές του 15ου αιώνα οι Τούρκοι πολιορκούν τη Λήμνο. Σε μια από τις επιθέσεις τους για την κατάληψη του νησιού, οι Λήμνιοι παρακινημένοι από την ηρωίδα Μαρούλα, πολεμούν θαρραλέα και καταφέρνουν να απωθήσουν – πρόσκαιρα – τους Τούρκους. Τελικά, η Λήμνος υποκύπτει ακολουθώντας την μοίρα και της υπόλοιπης Ελληνικής μεσαιωνικής αυτοκρατορίας.

Η Λήμνος ενσωματώθηκε και πάλι στον νεοελληνικό κράτος το 1912.

Αρχαιολογικοί χώροι

ΗΦΑΙΣΤΙΑ
Η Ηφαιστία ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Λήμνου κατά την αρχαιότητα. Το όνομά της το πήρε από τον Ήφαιστο, το θεό της φωτιάς. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση στην περιοχή αυτή είχε το εργαστήριό του ο Ήφαιστος, κι εκεί δίδαξε στους Λημνίους την τέχνη της σιδηρουργίας.
Η Ηφαιστία ήταν κτισμένη στη βόρεια πλευρά του κόλπου Πουρνιά και σε απόσταση 35 χλμ. από τη Μυρίνα. Από τα ευρήματα των ανασκαφών φαίνεται ότι η περιοχή κατοικούνταν συνεχώς από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού μέχρι και τους Βυζαντινούς χρόνους.
Στον αρχαιολογικό χώρο θα δείτε τα ερείπια της αρχαίας ακρόπολης, της νεκρόπολης που χρονολογείται από τα μέσα του 8ου έως του 5ου π.Χ. και ενός σημαντικού ιερού, το οποίο πιθανολογείται ότι ήταν αφιερωμένο στη Μεγάλη Θεά. Η ίδρυσή του τοποθετείται στις αρχές του 8ου π.Χ. αιώνα ενώ φαίνεται ότι καταστράφηκε βίαια γύρω στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα.
Κατά την ξενάγησή σας στον αρχαιολογικό χώρο θα δείτε και τα λείψανα διαφόρων οικοδομημάτων της αρχαίας πόλης καθώς τα ερείπια του θεάτρου που χρονολογείται στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου.

ΠΟΛΙΟΧΝΗ
Στη θέση Καμίνια συναντάμε τα λείψανα της Πολιόχνης. Πρόκειται για έναν από τους αρχαιότερους και σημαντικότερους προϊστορικούς οικισμούς στο χώρο του Αιγαίου. Οι ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο έφεραν στο φως τέσσερις διαδοχικούς οικισμούς διαφορετικών ιστορικών περιόδων, κτισμένους τον ένα πάνω στα θεμέλια του άλλου. Τα αρχιτεκτονικά μέλη της αρχαιότερης πόλης τοποθετούνται στην 3η π.Χ. χιλιετία και ο πολιτισμός αυτός, σύμφωνα με τους ιστορικούς άκμασε την ίδια εποχή με την Τροία.
Η πόλη εγκαταλείφθηκε για ένα χρονικό διάστημα και κατοικήθηκε ξανά κατά τη 2η χιλιετία π.Χ.
Η Πολιόχνη καταστράφηκε γύρω στο 1600 π.Χ. πιθανόν από σεισμό.

ΚΑΒΕΙΡΙΟ ΙΕΡΟ
Το ιερό των Καβείρων βρίσκεται έξω από τα τείχη της αρχαίας Ηφαιστίας και είναι κτισμένο κοντά στο ακρωτήριο της Χλόης. Πρόκειται για ένα συγκρότημα κτιρίων στα οποία πραγματοποιούνταν τα Καβείρια μυστήρια. Αυτό είναι το αρχαιότερο ιερό των Καβείρων, προγενέστερο και σημαντικότερο ακόμη και από εκείνο της Σαμοθράκης.
Κάβειροι λέγονταν τα παιδιά που είχε αποκτήσει ο Ήφαιστος με την Καβειρώ και θεωρούνταν προστάτες των σιδηρουργών.
Στο χώρο του ιερού των Καβείρων σώζονται λείψανα από το αρχαίο τελεστήριο, μια στοά, ένα ανάκτορο και ένα μεγάλο τελεστήριο των Ελληνιστικών χρόνων.
Στη θάλασσα κάτω από το Καβείριο, βρίσκεται βρίσκεται η περίφημη Σπηλιά του Φιλοκτήτη, όπου σύμφωνα με τη μυθολογία είχε μεταφερθεί από τους συντρόφους του ο Ομηρικός ήρωας, έπειτα από δάγκωμα φιδιού, ελπίζοντας πως η ΄΄Λήμνια γη΄΄ θα τον γιατρέψει.

Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΗΣ
Ο αρχαίος ναός της Άρτεμης κτίστηκε τον 7ο π.Χ αιώνα. Βρίσκεται σε απόσταση 2 χλμ. από τη Μύρινα και είναι γνωστός ως "εκτός πόλεως ιερό".

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Αποδράσεις_Θήρα

Ταξίδι στην … χαμένη Ατλαντίδα

Η κυριότερη και πιο πλούσια πηγή πληροφοριών για τον πολιτισμό της προϊστορικής Θήρας είναι ο οικισμός του Ακρωτηρίου που ήκμασε κατά το πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π. Χ.

Η θέση πρωτοκατοικήθηκε κατά την Ύστερη Νεολιθική (5η χιλιετία π. Χ.) και κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π. Χ.), όπως μαρτυρούν πενιχρά ευρήματα. Κατά τη Μεσοκυκλαδική περίοδο, έχοντας αναπτύξει στενές σχέσεις με τη μινωική Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα, ο οικισμός μετατρέπεται σε πολιτιστικό, οικονομικό, εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο του Αιγαίου που φτάνει στο απόγειό του κατά την Υστεροκυκλαδική Ι περίοδο. Η τρομακτική έκρηξη του ηφαιστείου (που τοποθετείται στο 1650 π. Χ. περίπου) είχε σαν συνέπεια την ολοσχερή καταστροφή του οικισμού. Όμως, διατηρήθηκαν κάτω από το παχύ στρώμα τέφρας τα κατάλοιπα του σημαντικού αυτού πολιτιστικού κέντρου, δίνοντας σημαντικές πληροφορίες για την εποχή.

Μετά από εγκατάλειψη 2-3 αιώνων, το νησί κατοικείται και πάλι κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο (ύψωμα Μονόλιθος). Φοίνικες εγκαθίστανται στο νησί το 13ο αι. π. Χ. και το ονομάζουν Καλλίστη, ενώ από τα τέλη του 12ου αι. π. Χ. το αποικίζουν Λακεδαιμόνιοι, με επικεφαλής τον Θήρα, από τον οποίο προέρχεται και το όνομά του.

Το κέντρο του νησιού στα ιστορικά χρόνια βρίσκεται στην ανατολική ακτή, στο βράχο του Μέσα Βουνού, όπου αναπτύχθηκε η πόλη της αρχαίας Θήρας που παρουσίασε συνεχή κατοίκηση από τα Γεωμετρικά ως και τα Ύστερα Ρωμαϊκά χρόνια (9ος - 3ος αι. π. Χ.). Η Θήρα τον 6ο αι. π. Χ. έκοψε δικό της νόμισμα και συνέδεσε την τύχη της με την πορεία της μητρόπολής της, της Σπάρτης, κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Στα Ελληνιστικά χρόνια το νησί αναπτύσσεται και χρησιμοποιείται ως ναυτική και στρατιωτική βάση των Πτολεμαίων, ενώ κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δραστηριότητα.

Για την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο οι μόνες σημαντικές πληροφορίες που έχουμε είναι ότι από τον 4ο αι. μ. Χ. το νησί ασπάστηκε το χριστιανισμό και συγκρότησε την επισκοπή Θήρας. Μετά τον 9ο αι. μ. Χ. η Θήρα εντάχθηκε στο θέμα του Αιγαίου. Ο Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός (1081-1118) ίδρυσε το ναό της Παναγίας Επισκοπής στη Γωνιά, στο κέντρο του νησιού.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), η Θήρα γίνεται έδρα της μίας από τις τέσσερις λατινικές επισκοπές του δουκάτου του Αιγαίου και παραχωρείται μαζί με τη Θηρασία στο βαρόνο Ιάκωβο Βαρότση ως το 1335, οπότε τέθηκε κάτω από την ηγεμονία του Νικόλαου Σανούδου, δούκα της Νάξου, της πρωτεύουσας του λατινικού κρατιδίου. Οι Λατίνοι έδωσαν στο νησί το όνομα Σαντορίνη από την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης (Santa Irene), την οποία πρωτοαντίκρυσαν όταν το προσέγγιζαν. Τα επόμενα χρόνια και ως το 1487 το νησί αλλάζει κυρίους ανάμεσα στις φραγκικές οικογένειες των Σανούδων, των Κρίσπι και των Πιζάνι. Το 1487 προσαρτάται μαζί με το δουκάτο του Αιγαίου στη Βενετία.

Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Φράγκων οι πειρατικές επιδρομές σφράγισαν αποφασιστικά την οικονομική, δημογραφική και κοινωνική ζωή του νησιού. Επιπλέον, κατά την περίοδο αυτή μέρος των κατοίκων ασπάστηκε το καθολικό δόγμα. Το 1537 η Σαντορίνη λεηλατήθηκε από το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, και το 1566 πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών. Όμως παραχωρήθηκαν προνόμια στους κατοίκους της, με συνέπεια την άνοδο του εμπορίου, της ναυτιλίας και τη μετατροπή του νησιού σε ισχυρό κέντρο με δυναμικό στόλο και σχέσεις με τα μεγάλα λιμάνια της εποχής (Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη). Το εμπόριο και η ναυτιλία απετέλεσαν τους βασικούς τομείς ανάπτυξης και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, στο οποίο εντάχθηκε το 1830, αναδεικνύοντας την οικονομική ανεξαρτησία του νησιού και των κατοίκων του. Το 1941 η Σαντορίνη αρχικά εντάχθηκε στην ιταλική διοίκηση, στα πλαίσια της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 το νησί γνώρισε τη γερμανική κατοχή ως την απελευθέρωσή του.

Σημαντικό γεγονός της νεότερης ιστορίας είναι η έκρηξη του ηφαιστείου το 1956 και οι καταστροφικοί σεισμοί, που είχαν σαν συνέπεια την εγκατάλειψη του νησιού από μεγάλο μέρος του πληθυσμού, υπογραμμίζοντας το διαχρονικό ρόλο των φυσικών δυνάμεων στη Σαντορίνη.

http://www.golden-greece.gr/places/kyklades/santorini/santorini_santorini.html

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Αποδράσεις_Κέρκυρα


«Πριν την Υπέρεια, την απλόχωρη πατρίδα οι Φαίακες είχαν

και με τους Κύκλωπες συνόρευαν, που νόμο δεν κρατούσαν,

μόν' τους ρήμαζαν, τι στη δύναμη τρανότεροι λογιούνταν»

στο Νησί των Φαιάκων

«Πες μου, την πατρίδα σου, τον δήμο σου και την πόλη σου για να σε πάνε εκεί κατ’ ευθείαν τα καράβια μας που έχουν σκέψη και νου. Γιατί δεν έχουν τα καράβια των Φαιάκων κυβερνήτες, ούτε και πηδάλια, σαν όλα τα άλλα πλοία, αλλά γνωρίζουν από μόνα τους τη σκέψη και τις διαθέσεις των ανθρώπων και ξέρουν τις πόλεις όλων, ως και τα καρπερά χωράφια ξέρουν κι είναι τόσο γοργά, ώστε ταχύτατα περνούν τις θάλασσες καλυμμένα με πυκνή ομίχλη και καταχνιά, κι ούτε φοβούνται πως θα χαθούν ή θα πάθουν κανένα κακό» (Οδ. θ΄555-569)

Στην ελληνική μυθολογία οι Φαίακες (Φαίηκες στην ιωνική διάλεκτο, π.χ. στον Όμηρο, Φαίαξ ή Φαίηξ στον ενικό αριθμό) ήταν ένας λαός γνωστός ιδιαίτερα από τον Όμηρο για τη ναυτοσύνη του ναυσικλυτοί»). Οι Φαίακες ήταν οι αγαπημένοι των θεών και φίλοι των ανθρώπων. Αναφέρεται ότι αρχικώς κατοικούσαν στην απομακρυσμένη Υπέρεια, στα πέρατα του κόσμου. Ως συγγενείς των θεών, αποκαλούνταν «αγχίθεοι», όπως οι Κύκλωπες και οι Γίγαντες. Μια εποχή που βασιλιάς τους ήταν ο Ναυσίθοος, οι Φαίακες εκδιώχθηκαν από την Υπέρεια από τους Κύκλωπες και μετοίκησαν σε ένα νησί, τη Σχερία, που αποκλήθηκε από αυτούς και «Νήσος των Φαιάκων», ενώ από τους περισσότερους ταυτίζεται με τη σημερινή Κέρκυρα (έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι η Νήσος των Φαιάκων ταυτίζεται με την Ίσκια της Ιταλίας ή ακόμα και με την Κρήτη). Εκεί έχτισαν πόλη και ναούς με βασιλιά τους τον Αλκίνοο, τον γιο του Ναυσιθόου.

Οι Φαίακες διακρίνονταν για τη φιλοξενία τους, όπως την περιγράφει ο Όμηρος μετά τη διάσωση του Οδυσσέα από τη Ναυσικά στη «Νήσο των Φαιάκων». Ο βασιλιάς τους εμφανίζεται να κυβερνά ως πρόεδρος ενός συμβουλίου αποτελούμενου από 12 άλλους άρχοντες, ως ίσος προς εκείνους και όχι ως ανώτερός τους. Οι Φαίακες υπήρξαν ειρηνικός λαός που αποστρεφόταν τον πόλεμο, εργατικοί και εύθυμοι, αγαπούσαν το καλό φαγητό, τα λουτρά, τον έρωτα, τα τραγούδια και τον χορό. «Η εντολή αυτών είναι να παραπέμπωσιν ακινδύνως εις την πατρίδα των πάντας τους προς αυτούς πλέοντας». Ο μύθος θέλει να διαθέτουν θαυμαστά πλοία. Τα πλοία αυτά δεν είχαν ανάγκη από κουπιά, ούτε από πηδάλιο· διέτρεχαν τη θάλασσα σαν φτερωτά πτηνά (Οδύσσεια, η 34-35), προικισμένα με αυτό το χαρακτηριστικό από τον θεό Ποσειδώνα, και, το εντυπωσιακότερο, διέθεταν «νου και μυαλό ανθρώπινο».

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Αποδράσεις_Σουφλί

ΣΟΥΦΛΙ

Το Σουφλί ακμάζει ως σημαντικό εμπορικό κέντρο, ιδιαίτερα κατά το β' μισό του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα όταν αναπτύσσεται η σηροτροφία, η αμπελουργία και η καρροποιΐα. Το 1908 ιδρύεται η μεταξοβιομηχανία των Aζαρία και Πάπο, που ακολουθείται αργότερα από τη σημαντική μονάδα των Tζίβρε (1920) και του Π. Xατζησάββα (1925). Το 1954 ιδρύεται το εργοστάσιο Tσιακίρη που εξακολουθεί να λειτουργεί και το 1967 το κρατικό εργοστάσιο. Κατασκευασμένα ειδικά για τις ανάγκες της σηροτροφίας τα κουκουλόσπιτα (M. Mπρίκα, N. Kάλεση) ξεχωρίζουν με τον επιβλητικό τους όγκο στο ανατολικό τμήμα της πόλης.

Έδρα καζά από το 1878 το Σουφλί[1] καταλαμβάνεται, τον Οκτώβριο 1912 από τον βουλγαρικό στρατό και διοικείται ως βουλγαρική Επαρχία κατά την περίοδο 1913 – 1919, ενώ μεταξύ Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 1913 τη Διοίκηση ασκούσε στο όνομα της "Δημοκρατίας της Γκιουμουλτζίνας" ο εντόπιος έλληνας γιατρός K. Kουρτίδης. Όταν επανήλθαν οι Βούλγαροι (Οκτώβριος 1913) σημειώθηκε μαζική αποχώρηση μεγάλου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού. Οι πρόσφυγες επανήλθαν όταν εγκαταστάθηκε τον Οκτώβριο του 1919 η Διασυμμαχική Διοίκηση. Το Σουφλί εντάχθηκε στη Διοικητική περιφέρεια Kαραγάτς (1919-1920), ενώ το 1920 αποτέλεσε έδρα Υποδιοίκησης που υπαγόταν στο Νομό Έβρου. Τον Μάιο του 1920 εντάχθηκε οριστικά στην ελληνική επικράτεια.

Το Σουφλί υπαγόταν στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου και είχε σχεδόν αμιγή ελληνόφωνο ορθόδοξο πληθυσμό (γύρω στα 1900 υπήρχαν 1200 ελληνικές εστίες και 20 μουσουλμανικές). Στο πρώτο μισό του 19ου αι. οικοδομούνται οι εκκλησίες του Aγ. Νικολάου (1818) και του Aγ. Αθανασίου (1841). Η εξαρχική κίνηση δεν μπόρεσε να διεισδύσει στην πόλη, σημείωσε όμως, ιδίως μετά το 1878, σημαντικές επιτυχίες στα γύρω βουλγαρόφωνα χωριά. Η πόλη διέθετε ελληνικά εκπαιδευτήρια.

Ύστερα από τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), το Σουφλί αναγνωρίστηκε ως έδρα Δήμου και πρωτεύουσα της Επαρχίας Σουφλίου του Νομού Έβρου. Με τη μεταφορά των συνόρων στον Έβρο η πόλη έχασε πολλές εκτάσεις με μουριές, ενώ η εκβιομηχάνιση της παραγωγής μεταξιού και η μείωση του ρόλου του στη σύγχρονη οικονομία οδήγησαν πολλούς κατοίκους στην ανεργία και τη μετανάστευση.

Από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και ύστερα ο πληθυσμός μειώνεται διαρκώς, ενώ η σηροτροφία και οι γεωργικές ασχολίες παραμένουν οι βασικές ασχολίες του πληθυσμού.

[1] Για το όνομα της πόλης λέγονται τα εξής: (α) κατά τη παράδοση, στην περιοχή μόνασε ένας σοφός ασκητής. Στα επίσημα έγγραφα του 1667 η πόλη αναφέρεται ως Σοφουλού, (Σοφού = ασκητής και σοφουλού = ασκητήριο). (β) πολλές ομάδες Σουλιωτών, φοβούμενοι την υποδούλωση στους Τούρκους, εγκατέλειψαν τη γη των προγόνων τους και εγκαταστάθηκαν στη Θράκη. Μια από αυτές τις ομάδες δημιουργεί εδώ ένα νέο Σούλι, που με την σταδιακή παραφθορά μετατρέπεται σε Σουφλί

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Αποδράσεις_Μυστράς

στο κάστρο του Μυζιθρά

Η ομορφιά της Ελλάδας έγκειται κυρίως στην αντίθεση· αντίθεση ανάμεσα σε απότομα ακρωτήρια και γαλάζιους κόλπους και ανάμεσα σε άγονες βουνοπλαγιές και εύφορες κοιλάδες. Πουθενά αλλού η αντίθεση δεν είναι τόσο έντονη όσο στην κοιλάδα της Σπάρτης, τη Λακεδαίμονα, την «κοίλη Λακεδαίμονα» της ομηρικής εποχής. Οι ταξιδιώτες που παίρνουν τον κύριο δρόμο, αυτόν που στους αρχαίους χρόνους περνούσε από την Τεγέα και σήμερα περνά από την Τρίπολη, ανηφορίζουν στα παρακλάδια της οροσειράς του Πάρνωνα· και έξαφνα, καθώς αφήνουν πίσω τους μια κλειστή στροφή, με την ορεινή ακρόπολη της Σπάρτης, τη Σελασία, το φύλακα του περάσματος, να στέκει ψηλά από πάνω τους κατά τη μεριά της ανατολής, βλέπουν από κάτω τους να απλώνεται μια πλούσια σε βλάστηση κοιλάδα με ελαιόδενδρα και οπωροφόρα, με τον ποταμό Ευρώτα να σχηματίζει μαιάνδρους ανάμεσα από ροδοδάφνες και κυπαρίσσια, και πίσω από την κοιλάδα να ορθώνεται απότομα μέσα από την πεδιάδα ο Ταύγετος, η πιο τραχεία και άγρια από όλες τις ελληνικές οροσειρές, με τις πέντε κορυφές του, τα Πέντε Δάκτυλα, να καλύπτονται από το χιόνι μέχρις αργά το καλοκαίρι. Εμπρός από το τείχος που σχηματίζει το βουνό, αν ο πρωινός ήλιος λάμπει, θα προσέξουν έναν κωνικό λόφο, διάσπαρτο με κτίρια που φαίνονται σαν κουκκίδες και στεφανωμένο από ένα κάστρο. Αυτός είναι ο Μυστράς

Η πρώτη ενέργεια του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου σαν έγινε πρίγκιπας το 1246, ήταν να εξασφαλίσει την προστασία αυτής της Λακεδαίμονας. Τον εξόργιζε που η Μονεμβασία βρισκόταν ακόμη σε ελληνικά χέρια. Οι Μονεμβασιώτες ήσαν δραστήριοι πειρατές που λυμαίνονταν τα πλοία του· και το λιμάνι τους θα αποτελούσε ένα εξαιρετικά πρόσφορο τόπο απόβασης, αν οι Έλληνες ζητούσαν κάποτε να κατακτήσουν και πάλι την Πελοπόννησο. Προετοιμάστηκε προσεκτικά. Σε όλους τους υποτελείς του είχε μηνυθεί να στείλουν στρατεύματα, ενώ οι Βενετοί, που κι' αυτοί υπέφεραν από την πειρατεία των Μονεμβασιωτών, έστειλαν τέσσερα πλοία να αποκλείσουν το βράχο της Μονεμβασίας. Δεν έγινε προσπάθεια να καταλάβουν με έφοδο το φρούριο, αλλά ο αποκλεισμός γινόταν όλο και πιο στενός. Για τρία χρόνια οι Μονεμβασιώτες άντεξαν, φυλακισμένοι, «ως αηδόνι στο κλουβί», όπως γράφει και το Χρονικό του Μορέως. Στο τέλος, όλα τα εφόδιά τους εξαντλήθηκαν. Οι μεγάλες δεξαμενές ήσαν άδειες, και είχαν φάει ακόμη και όλες τις γάτες και τα ποντίκια. Έτσι, λοιπόν, παραδόθηκαν. Τους επέβαλαν τιμητικούς όρους. Στους τρεις άρχοντες παραχωρήθηκαν κτήματα στην ηπειρωτική χώρα· και οι πολίτες απαλλάχτηκαν από κάθε στρατιωτική θητεία, εκτός από την περίπτωση που παρείχαν ναυτικές υπηρεσίες, οπότε και πληρώνονταν γι' αυτό.

Ενώ στη Μονεμβασία η πολιορκία συνεχιζόταν ακόμη, ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος ολοκλήρωσε την υποδούλωση των φυλών που ζούσαν ανυπότακτες στα βουνά, γύρω από την κοιλάδα της Σπάρτης. Χρειάστηκαν οχυρά για να διατηρηθεί η πειθαρχία. Η φρουρά στη Μονεμβασία, από τη στιγμή που θα την κυρίευαν, και η ενίσχυση του κάστρου στο Γεράκι θα μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχεία εκφοβισμού των Τσακώνων. Για τον εκφοβισμό των Μανιατών υπήρχε ήδη το κάστρο του Πασσαβά. Αλλά ο Γουλιέλμος κατασκεύασε ένα οχυρό που ονομάσθηκε Μεγάλη Μάινα κοντά στην άκρη του ακρωτηρίου Ματαπά. Πρέπει να ειπωθεί ότι δεν στάθηκε δυνατόν να υποταχθούν οι Μανιάτες απόλυτα. …

Η πιο απειθάρχητη από τις φυλές ήταν αυτή των Σλάβων Μηλιγγών που ζούσαν στα απλησίαστα σχεδόν λαγκάδια του Ταϋγέτου, επικίνδυνα κοντά σε αυτή την ίδια τη Λακεδαίμονα. Για να τους προκαλέσει τρόμο και να εξασφαλίσει την προστασία του αγαπημένου του παλατιού, ο Γουλιέλμος αποφάσισε να κτίσει ένα κάστρο σε έναν από τους γειτονικούς λοφίσκους, στους πρόποδες του Ταϋγέτου. Το έμπειρο βλέμμα του έπεσε σε έναν κωνικό λόφο που υψωνόταν κάπου δυο χιλιάδες πόδια πάνω από την πεδιάδα, γύρω στα τέσσερα μίλια νοτιοδυτικά από την πόλη. Προς τη δύση και το νότο, απότομοι γκρεμοί τον χώριζαν από την κύρια οροσειρά του Ταϋγέτου. Προς το βορρά και την ανατολή, οι πλαγιές ήσαν απότομες και μπορούσαν εύκολα να προστατευθούν. Από την κορυφή, η θέα απλωνόταν από τη μια πλευρά πάνω σε όλη την πεδιάδα του Ευρώτα· από την άλλη πλευρά έβλεπε προς τη καρδιά της οροσειράς, σε δυο μεγάλες χαράδρες. Ο δρόμος από την Καλαμάτα, που περνούσε από το στενό του Λαγκαδά, το μόνο πέρασμα από τη μια πλευρά της οροσειράς στην άλλη που ήταν κατάλληλο για το ιππικό, ξεπρόβαλλε στην πεδιάδα, λίγο προς τα βόρεια, και περνούσε σε μικρή απόσταση από τους πρόποδες του λόφου. Ο λόφος ήταν γνωστός σαν Μυζιθράς, πιθανώς γιατί πίστευαν ότι έμοιαζε με ένα τοπικό τυρί που είχε το σχήμα κώνου. Η σύντμηση του ονόματος οδήγησε αργότερα στο όνομα Μυστράς ή Μυστρά. Ο λόφος αυτός ήταν ακατοίκητος αλλά στην κορυφή του υπήρχε ένα μικρό παρεκκλήσι αφιερωμένο-αναμφίβολα- στον Προφήτη Ηλία, τον προστάτη Άγιο των βουνών.

Το μεγάλο κάστρο, που ο Γουλιέλμος έκτισε στην κορυφή του λόφου, ολοκληρώθηκε το 1249. Ήταν πολύ ικανοποιημένος με αυτό. Ήταν θαυμάσια τοποθετημένο ώστε να παρακολουθούνται προσεκτικά, διαρκώς, οι κινήσεις των Μηλιγγών, και συγχρόνως θα προστάτευε το παλάτι του στη Λακεδαίμονα (La Cremonie)

http://www.scribd.com/doc/24189816/%CE%9C%CE%A5%CE%A3%CE%A4%CE%A1%CE%91%CE%A3

Το έργο «Αναστήλωση Μνημείων Μυστρά» ξεκίνησε το 1984 με πρωτοβουλία του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κων/νου Καραμανλή, του τότε γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γ. Μυλωνά και του τότε Διευθυντού Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων κ. Μύρωνα Μιχαηλίδη, επί Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη και εντάχθηκε εις τα έργα των οποίων η διαχείριση είχε αναλάβει η «Αρχαιολογική Εταιρεία» και υπήχθησαν αργότερα στο «Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων». Η ίδρυση της πρώτης ομάδας εργασίας, αλλά και η υπαγωγή του έργου στη διαχείριση της Αρχαιολογικής Εταιρείας παρείχε τη δυνατότητα να στελεχωθεί, τόσο η Επιτροπή, η οποία κατηύθυνε το έργο, από περισσότερους επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων από το δυναμικό των πανεπιστημίων και του ΥΠ.ΠΟ, όσο και το τεχνικό γραφείο και το εργοτάξιο του έργου. Τα κονδύλια των πρώτων ετών των εργασιών της Επιτροπής ήταν πολύ περιορισμένα και οι πρώτες εργασίες χρηματοδοτήθηκαν εν μέρει από το ΥΠ.ΠΟ. και εν μέρει από την προεδρία της Δημοκρατίας.

Σημαντική υπήρξε το 1989 η ένταξη του έργου στα μεσογειακά προγράμματα της Περιφέρειας Πελοποννήσου. Έτσι, από το 1990 η Επιτροπή απέκτησε μικρά σχετικά με την έκταση του έργου, κονδύλια ικανά όμως για την αντιμετώπιση των άμεσων στερεωτικών προβλημάτων στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο του Μυστρά. Από το 1995 τέλος, με την ένταξη του έργου στα κοινοτικά προγράμματα της Ε.Ο.Κ. έγινε δυνατή η πλήρης εφαρμογή του προγράμματος της Επιτροπής, που αφορούσε πλέον σε έργα υποδομής (ανακατασκευής δρόμων, ηλεκτροδότησης, υδροδότησης), αναστήλωσης του κάστρου και των οχυρώσεων του οικισμού, αναστήλωσης και ανάδειξης των εκκλησιών και μεγάλες αναστηλωτικές εργασίες στα κτίρια κοσμικής αρχιτεκτονικής (στο παλάτι και στην οικία Λάσκαρη), καθώς και στερεωτικές εργασίες σε περισσότερες οικίες και ερείπια του οικισμού.

Για τη λειτουργία του εργοταξίου, η Επιτροπή προχώρησε άμεσα σε βασικές εργασίες υδροδότησης και ηλεκτροδότησης της περιοχής του παλατιού, οι οποίες σταδιακά επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές του αρχαιολογικού χώρου. Μετά την εκπόνηση μελέτης για την ηλεκτροδότηση του κάστρου και την υδροδότηση της δεξαμενής του από το δίκτυο της πόλης του Μυστρά, έγινε δυνατός ο ηλεκτροφωτισμός αλλά και η παροχή νερού στο μεγαλύτερο τμήμα του οικισμού με φυσική ροή. Η μελέτη αυτή επεκτάθηκε με το τμήμα που αφορά στην άνω πύλη, το παλάτι και την μονή της Οδηγήτριας, η οποία περιέλαβε δίκτυο ηλεκτροδότησης, υδροδότησης αλλά και αποχέτευσης λυμάτων, έτσι ώστε να γίνει δυνατή και η εγκατάσταση αποχωρητηρίων στο παλάτι και μελλοντικά στην άνω πύλη. Το έργο αυτό εκτελείται και θα περατωθεί στο τέλος του 2008.

Σημαντικές ήταν οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στους δρόμους και τα καλντερίμια του Μυστρά. Έτσι, ολοκληρώθηκε η στερέωση και η ανακατασκευή του δρόμου από την πάνω πύλη προς το κάστρο, καθώς και εκείνου από την πύλη της Μονεμβασίας προς την Παντάνασσα. Έγιναν επίσης βελτιώσεις σε περισσότερες περιοχές του οδικού δικτύου.

Μεγάλης έκτασης στερεωτικές και αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν στις οχυρώσεις του οικισμού. Έχουν ήδη ολοκληρωθεί οι εργασίες στερέωσης και προβολής του κάστρου, που αναδεικνύεται σε ένα από τα καλύτερα διατηρημένα οχυρά μνημεία της Πελοποννήσου. Σε μεγάλη έκταση, επίσης, έχουν στερεωθεί τα υπόλοιπα τμήματα του περιβόλου της επάνω και κάτω πόλης και προγραμματίζεται για τα προσεχή έτη η στερέωση των βραχωδών πρανών κάτω από αυτά.

Στις εκκλησίες ο προγραμματισμός των έργων είχε ως στόχο την προστασία τους από τις καιρικές συνθήκες αλλά και την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής τους. Τοποθετήθηκαν υαλοστάσια και νέες θύρες σε αυτές και προχώρησαν οι εργασίες υγρομόνωσης και ανακεράμωσης. Με νέα κεραμίδια βυζαντινού τύπου έχουν ήδη ανακεραμωθεί οι εκκλησίες της Παντάνασσας και του Αγίου Δημητρίου. Μετά τις εργασίες αυτές δύο βασικά μνημεία του χώρου απέκτησαν την παλαιά τους μορφή και όλα τα εκκλησιαστικά κτίρια του αρχαιολογικού χώρου είναι πλέον προφυλαγμένα με υαλοστάσια στα παράθυρα και νέες θύρες.

Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στην αναστήλωση των κτιρίων κοσμικής αρχιτεκτονικής. Προγραμματίστηκαν και εκτελέστηκαν εκτεταμένες στερεώσεις και εργασίες συντήρησης στο Παλατάκι, στην οικία Φραγκόπουλου, στο συγκρότημα πίσω από το παλάτι, καθώς και σε περισσότερα ερείπια κατοικιών στην άνω και κάτω πόλη. Αναστηλωτικές εργασίες εκτελούνται στην οικία Λάσκαρη. Η σχετική μελέτη τεκμηρίωσε πλήρως τη βυζαντινή μορφή της οικίας, όπως διαμορφώθηκε κατά το 15ο αιώνα. Ήδη έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή της στέγης και η διαμόρφωση της ανατολικής, κυρίας όψης και αναδεικνύεται στο κτίριο αυτό η βυζαντινή λειτουργία και η δεσπόζουσα στην κάτω πόλη αρχιτεκτονική μορφή του.

Μεγάλη έκταση έλαβαν οι αναστηλωτικές εργασίες του παλατιού. Στο μοναδικό αυτό συγκρότημα, μετά τη συμπλήρωση των τοιχοδομιών, των θόλων και των ξύλινων στεγών, διαμορφώθηκαν και συμπληρώθηκαν τα πώρινα πλαίσια των θυρών και παραθύρων από τεχνίτες του εργοταξίου. Ήδη ολοκληρώνονται οι βασικές αναστηλωτικές εργασίες με την ανακατασκευή της μεγάλης διώροφης στοάς στα νότια της πτέρυγας του θρόνου και υπό εκτέλεση βρίσκεται η τοποθέτηση των φύλλων και των υαλοστασίων των παραθύρων που κατασκευάστηκαν στα εργαστήρια του εργοταξίου.

Για την πραγματοποίηση των αναστηλωτικών εργασιών υπήρξε άμεση ανάγκη οργάνωσης ενός πλήρως εξοπλισμένου ξυλουργείου και σιδηρουργείου. Η ιδιαιτερότητα των ξύλινων κατασκευών και οι απαιτούμενες λεπτομέρειες σε σιδηρά εξαρτήματα μας οδήγησαν στον εξοπλισμό των εργαστηρίων αυτών με τα ανάλογα μηχανήματα και στη στελέχωσή τους με ικανούς τεχνίτες. Έτσι, έγινε δυνατή η προσαρμογή των κατασκευών στις ιδιαιτερότητες των εκάστοτε κτιρίων και της μεσαιωνικής δομής τους, με τις διάφορες ακανονιστίες και διαφοροποιήσεις.