Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Αποδράσεις_Θέρμο

στην ακρόπολη συμπάσης Αιτωλίας

Σε υψόμετρο 360 περίπου μέτρα, πάνω και βόρεια από τη λίμνη Τριχωνίδα (30 χιλιόμετρα ανατολικά του Αγρινίου), απλώνεται το καταπράσινο και γοητευτικό οροπέδιο που ο ιστορικός Πολύβιος (Βιβλίο Ε΄ 8.5) αποκαλεί «των θερμίων πεδίον».

Στο πανέμορφο αυτό οροπέδιο, με τους χαμηλούς απαλούς καταπράσινους λόφους, στα πόδια του Παναιτωλικού όρους, βρίσκεται το Θέρμο.

Το αρχαίο Θέρμο, κατά τον Πολύβιο ήταν η «Ακρόπολις συμπάσης Αιτωλίας» και το θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της αρχαίας Αιτωλικής Συμπολιτείας, το «ΚΟΙΝΟ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ», όπως αλλιώς αποκαλείται το αρχαίο αυτό κράτος του οποίου η γέννηση χάνεται στα βάθη των αιώνων. Επιγραφικά όμως η Αιτωλική Συμπολιτεία εμφανίζεται τον 4ο π.Χ. αιώνα (367 π.Χ.).

Η Συμπολιτεία των Αιτωλών, όπως αποδεικνύεται επιγραφικά, βασιζόταν και λειτουργούσε πάνω σε απόλυτα δημοκρατικές αρχές και είχε ομοσπονδιακή διάρθρωση θεμελιωμένη στην αναγνώριση της ισοτιμίας και της ολοκληρωτικής αυτονομίας των μελών – κοινοτήτων πόλεών της.

Κάθε χρόνο, αμέσως μετά τη φθινοπωρινή ισημερία, στο Αρχαίο Θέρμο πραγματοποιούνταν τα «Θερμικά», δηλαδή, η σύνοδος της μεγάλης λαϊκής Ομοσπονδιακής Συνέλευσης των Αιτωλών, Όλοι οι Αιτωλοί πολίτες που είχαν τη νόμιμη ηλικία, συνέρχονταν χωρίς διακρίσεις, για να ψηφίσουν και να εκλέξουν τους ομοσπονδιακούς άρχοντες της Συμπολιτείας και επίσης για να διαβουλευτούν και αποφασίσουν για τα σπουδαία πολιτειακά τους ζητήματα.

Στην Ομοσπονδιακή Συνέλευση, που ήταν το κυρίαρχο νομοθετικό πολιτειακό όργανο, εφαρμοζόταν η απόλυτη δημοκρατική αρχή της άμεσης εκλογής των εκτελεστικών οργάνων του κράτους. Δηλαδή, του Στρατηγού, του Ομοσπονδιακού Γραμματέα, του Ιππάρχου, του Δημόσιου Ταμία κλπ.

Ίσχυε, λοιπόν, στο κράτος των Αιτωλών το πολίτευμα της άμεσης δημοκρατίας, αφού η εκλογή των πολιτειακών οργάνων στηριζόταν στη λαϊκή ψήφο. Όλοι οι Αιτωλοί πολίτες ψήφιζαν όπως γίνεται και σήμερα κατά κεφαλή. Έτσι το ομοσπονδιακό πολίτευμα των Αιτωλών που ήταν θεμελιωμένο πάνω στο σιδερένιο θεσμό της λαϊκής κυριαρχίας αποτέλεσε το πρότυπο ορισμένων σύγχρονων ομοσπονδιακών κρατών (Ελβετίας, Γερμανίας). Επίσης, ο θεσμός της διαιτησίας, που σήμερα στηρίζει τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, ανακαλύπτεται επιγραφικά στο αρχαίο Θέρμο.

Τα πλέον σημαντικά ευρήματα των ανασκαφών στο αρχαίο Θέρμο είναι τα πολλά οικοδομήματα και οι στοές της αγοράς των Αιτωλών καθώς και τα βάθρα των ανδριάντων ή άλλων αναθημάτων που έστεκαν μπροστά στις στοές, τα οποία σύμφωνα με τον ιστορικό Πολύβιο ανέρχονταν, τον καιρό της ακμής της Συμπολιτείας, σε 2.000.

Οι αποκαλυφθείσες στοές είναι δύο (Ανατολική και Δυτική) και ανάγονται στο τέλος του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Η Ανατολική στοά έχει μήκος 170 μέτρα περίπου. Οι δύο στοές (με το βουλευτήριο στα νότια) ήταν από τις μεγαλύτερες αρχαίες στοές και πλεύριζαν στενόμακρη πλατεία μήκους περίπου 200 μέτρων και πλάτους 21, που έμοιαζε περισσότερο με «πλατεία οδό» πλαισιωμένη από στοές, σχήμα που θα χρησιμοποιηθεί πολύ αργότερα σε μνημειώδεις διαμορφώσεις ρωμαϊκών πόλεων. Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως και τον περίπτερο ναό του Θερμίου Απόλλωνα από τους αρχαιότερους στην Ελλάδα (του 7ου αιώνα π.Χ.).

Ο ναός αποτελείτο από βαθύ ενιαίο σηκό, που χωριζόταν κατά τον διαμήκη άξονα από μία κιονοστοιχία 12 κιόνων για τη στήριξη της στέγης. Οι κίονες της εξωτερικής κιονοστοιχίας (5Χ15) ήταν πυκνότεροι στις μικρές πλευρές.

Ο ναός έχει διαστάσεις 12 μέτρα πλάτος και 38 μέτρα μήκος περίπου. Οι κίονες που στηρίζονταν σε λίθινες βάσεις ήταν ξύλινοι, όπως και όλη ανωδομή (θριγκός) του κτιρίου. Ο θριγκός ήταν πλούσια επενδεδυμένος με πήλινες μετόπες, τρίγλυφα, υδροροές και ακροκέραμα.

Η διαμόρφωση αυτή του ναού Θερμίου Απόλλωνα αποτελεί το πρώτο ολοκληρωμένο δείγμα του
δωρικού ναοδομικού ρυθμού της αρχαίας Ελλάδας. Οι ζωγραφιστές μετόπες του ναού, λείψανα ζωγραφικής τέχνης από την αρχαϊκή εποχή, εντυπωσιάζουν με τη χρωματική τους ποικιλία και τη συνθετική δύναμη της ελληνικής ζωγραφικής παράδοσης.

Άλλα σημαντικά μνημεία στον αρχαιολογικό χώρο του Θέρμου είναι οι μικρότεροι ναοί του Λυσείου Απόλλωνα και της θεάς Αρτέμιδας, της αποκαλούμενης «Λαφρίας Αρτέμιδας».

Η Άρτεμις Λαφρία είναι η γηγενής και η κατεξοχήν αγαπητή θεότητα των Αιτωλών. Είναι η θεά της γονιμότητας και της καρποφορίας, η μεγάλη Μάνα της γης, της φύσης όλης και δεν έχει σχέση με την κυνηγέτιδα Αρτέμιδα του δωδεκάθεου. Η πανάρχαια αυτή θεότητα των Αιτωλών σχετίστηκε μάλιστα με ορισμένο κοινωνικό καθεστώς, στο οποίο προβαλλόταν η γυναίκα και ιδιαίτερα η γυναίκα μητέρα. Έτσι, δημιουργήθηκε τα πανάρχαια χρόνια στην Αιτωλία κοινωνία Μητριαρχίας, με προεξάρχουσα θεότητα τη Μητέρα φύση, η οποία προσωποποιείται στην Αρτέμιδα Λαφρία.

Η πλέον, όμως, εκπληκτική αποκάλυψη της ανασκαφικής έρευνας υπήρξε ο αρχαϊκός πολιτισμός του Θέρμου. Την ανάπτυξη του πολιτισμού του Θέρμου, στους προϊστορικούς χρόνους του χαλκού, που ανάγονται στα μισά της δεύτερης προ Χριστού χιλιετηρίδας (1500-1400π.Χ.) καταδείχνουν τα σπάνιας ιστορικής και αρχιτεκτονικής σημασίας κτίσματα του προϊστορικού οικισμού που βρέθηκαν δίπλα στους δύο αρχαϊκούς ναούς του Λυσείου Απόλλωνα και της Αρτέμιδας, καθώς και κάτω από το ναό του Θερμίου Απόλλωνα. Η σημασία των προϊστορικών αυτών κτισμάτων ,από ιστορική άποψη, όσο και από πλευράς αρχιτεκτονικής αξίας είναι όσο πουθενά αλλού τεράστια.

Αλλά πέρα και πάνω απ΄ όλα το Θέρμο δικαιούται να υπερηφανεύεται γιατί οι πανάρχαιοι κάτοικοί του, μαζί με όλους τους άλλους Αιτωλούς, στάθηκαν οι θεματοφύλακες των αξιών της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Την εικόνα της όλης εξελικτικής ιστορικής πορείας του Θέρμου, μέσα στους αιώνες, δίνουν στον επισκέπτη τα σημαντικά ανασκαφικά ευρήματα που φυλάσσονται στο τοπικό μουσείο του Θέρμου που βρίσκεται μέσα στον αρχαιολογικό χώρο.

Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θέρμου εκτίθενται ευρήματα που καλύπτουν διάστημα 2500 χρόνων. Τα παλαιότερα είναι δύο ειδώλια νεολιθικής εποχής από τη Χρυσοβίτσα Θέρμου που χρονολογούνται περί το 2500 π.Χ. Απεικονίζουν δύο γυναικείες πληθωρικές μορφές, πιθανότατα κάποιας θεάς της γονιμότητας. Στο μουσείο φυλάσσονται επίσης πλήθος ευρημάτων μυκηναϊκής, γεωμετρικής, κλασικής ελληνιστικής εποχής, καθώς και μεγάλα αγγεία σε βάσεις, εντυπωσιακά είναι τα ευρήματα από την πήλινη ανωδομή του ναού, όπως υδροροές, ακροκέραμα, τρίγλυφα και άλλα εντυπωσιακά εκθέματα.Σε ειδικό χώρο φυλάσσονται πλήθος επιγραφών με τα ψηφίσματα της δημοκρατίας της Αιτωλικής Συμπολιτείας.

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Αποδράσεις_Βραυρώνα

εκεί που ζούσαν οι "αρκουδίτσες" της θεάς


Η Βραυρώνα βρίσκεται στη νότια ακτή της Αττικής στον ομώνυμο κολπίσκο που διασχίζεται από τον μικρό ποταμό Εράσινο. Στο λόφο όπου βρισκόταν αυτός ο οικισμός ήταν κτισμένο το ιερό της Βαυρωνίας Αρτέμιδος που αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα και πιο σεβάσμια ιερά της Αττικής. Το ιερό της θεάς και ο γύρω χώρος αποτελούν τον Αρχαιολογικό Χώρο της Βραυρώνας. Η Βραυρώνα ήταν μια από τις 12 αρχαίες πόλεις της Αττικής και ονομάστηκε έτσι από τον ήρωα Βραυρώνα. Σύμφωνα με την παράδοση στο ιερό υπήρχε το άγαλμα της θεάς που είχαν μεταφέρει κατόπιν εντολής της Άρτεμης ο Ορέστης και η Ιφιγένεια από την Ταυρίδα. Από το 700 π.Χ. περίπου αρχίζει η περίοδος ακμής του ιερού, που φτάνει στο αποκορύφωμα της κατά το β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. και σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ.

Ο φυσικός όρμος της Βραυρώνας στάθηκε η βασική αιτία για την πρώτη εγκατάσταση ανθρώπων ήδη στα νεολιθικά και κυρίως στα πρωτοελλαδικά χρόνια (3500 - 2000 π.Χ.), καθώς η ευνοϊκή του θέση εξασφάλιζε επικοινωνία με τα νησιά των Κυκλάδων και τη Μ. Ασία.

Στη νεολιθική εποχή χρονολογούνται όστρακα που βρέθηκαν στην ανατολική πλευρά του λόφου της προϊστορικής ακρόπολης, εκεί όπου βρίσκεται το σημερινό Μουσείο της Βραυρώνας. Στην ίδια περιοχή καθώς και στην ανατολική και νότια πλευρά του λόφου, ακόμη και στις βόρειες πλαγιές βρέθηκε κεραμική πρωτοελλαδικής εποχής (2650 - 2000 π.Χ.)

Κατά τη μεσοελλαδική εποχή (2000 - 1600 π.Χ.) ο οικισμός στον οποίο εντάχτηκε σε μεταγενέστερους χρόνους το ιερό εξελίχτηκε σε πραγματικά οργανωμένη κοινότητα και έφτασε σε υψηλό σημείο ανάπτυξης όπως αποδεικνύουν τα πολλά λείψανα κατοικιών, που αποκαλύφτηκαν στην κορυφή του λόφου και στο ψηλότερο μέρος της βόρειας πλευράς του, καθώς και η άφθονη άριστης ποιότητας μινυακή και αμαυρόχρωμη κεραμική. Επίσης η παρουσία περιβόλων και τειχών μαρτυρεί είτε ότι οι κάτοικοι είχαν δεχτεί επιθέσεις είτε ότι διαβλέποντας τον κίνδυνο εχθρικής επιδρομής έκτισαν τείχη για να προστατεύσουν τον οικισμό τους.

Κατά τη διάρκεια της μεσοελλαδικής περιόδου (1600 - 1100 π.Χ.) η θέση ήταν πυκνότερα κατοικημένη, όπως δείχνουν τα λείψανα οικιών στην κορυφή του λόφου και στο ψηλότερο μέρος της βόρειας πλαγιάς, αλλά και οι θαλαμοειδείς λαξευμένοι τάφοι της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ β- γ περιόδου, που έχουν ανασκαφτεί στις δυτικές πλαγιές του λόφου Λαπούτσι απέναντι και ανατολικά από το Μουσείο, στη Χαμολιά και αλλού.

Στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής φαίνεται ότι ο οικισμός παρακμάζει και εγκαταλείπεται στο χρονικό διάστημα από την Υστεροελλαδική ΙΙΙ β (1300 - 1230) έως 900 π.Χ., προφανώς μετά την επίθεση εχθρών στην Αττική.

Με την επάνοδό τους οι κάτοικοι δεν εγκαταστάθηκαν στο λόφο της Βραυρώνας, αλλά 3 χιλ. περίπου μακρύτερα από αυτόν, στην περιοχή ''Κήποι'', καθώς η ζωηρή ανάμνηση των επιθέσεων τους απέτρεψε από το να εγκατασταθούν στον ίδιο λόφο με τις κατεστραμμένες οικίες. Ο νέος οικισμός της Βραυρώνας βρισκόταν μακρύτερα από τη θάλασσα και δεν ήταν ορατός λόγω των χαμηλών λόφων που τον προστάτευαν. Σ' αυτήν ακριβώς την τοποθεσία είχε ο Πεισίστρατος την κτηματική του περιουσία.

Λείψανα από τους γεωμετρικούς (9ος - 8ος αι.) και αρχαϊκούς (7ος - 6ος αι.) χρόνους έχουν εντοπιστεί επίσης στην περιοχή Καψάλα, στο Λε - Δεσπότη και στον Άγιο Δημήτριο, ενώ ερείπια οικισμού βρέθηκαν και στις δυτικές και νότιες πλαγιές του επιμήκους λόφου, ο οποίος εκτείνεται μεταξύ των θέσεων "Κήποι" και "Μετόχι" της Βραυρώνας, όπου βρισκόταν ο δήμος των Φιλαϊδών. Στους λόφους γύρω από το ιερό και την πεδιάδα ανακαλύφτηκαν λείψανα τάφων γεωμετρικών χρόνων.

Στην αρχαϊκή περίοδο (700 - 508 π.Χ.) τοποθετείται ο παλαιότερος ναός της Αρτέμιδας. Έντονη οικοδομική δραστηριότητα στο ιερό παρατηρήθηκε από τα μέσα του 5ου και καθ' όλη τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. Το ιερό εκτός από το ναό περιελάμβανε πολλά οικοδομήματα. Πολλά από αυτά έφεραν στο φως οι ανασκαφές ενώ άλλα δεν έχουν εντοπιστεί ακόμη, αλλά μαρτυρούνται σε επιγραφές.

Κέντρο της λατρείας παρέμενε πάντοτε ο αρχικός πυρήνας του ιερού, γύρω από το ναό της Αρτέμιδας και τον τάφο της Ιφιγένειας, στη βόρεια βραχώδη πλαγιά του λόφου της ακρόπολης.

Το ανάλημμα και μια γέφυρα που είχαν προορισμό την προστασία του ιερού από τα νερά δεν μπόρεσαν να το προφυλάξουν από μεγάλη καταιγίδα γύρω στο 300 π.Χ. οπότε ο χώρος καταχώθηκε.

Το ιερό παρέμεινε έτσι ως το 1948 που ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφή του από τον Ιωάννη Παπαδημητρίου. Μεταξύ των ετών 1950 - 1960 έγινε η αναστήλωση της στοάς που πλαισίωνε την εσωτερική και ανοιχτή προς το ναό της Άρτεμης αυλή από τον καθηγητή Χ. Μπούρα.

Σκαράκη Βασιλική, έκτακτη αρχαιολόγος Β' ΕΠΚΑ

πηγή: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2419

το μουσείο

Αυτό το μουσείο είναι πάντα γεμάτο από παιδιά. Μικρές άρκτοι, χαριτωμένες «αρκουδίτσες» όπως τις ονόμαζαν οι αρχαίοι πρόγονοι, μαρμάρινα κορίτσια του 4ου αιώνα π.Χ. με τρυφερό βλέμμα, πλεξούδες στα μαλλιά και πτυχωτούς χιτώνες - ορισμένα κρατούν ζωάκια στα χέρια τους - σχηματίζουν πομπή προς τη θεά Αρτεμη. Είναι τοποθετημένα στο κέντρο της αίθουσας, σε χαμηλή βάση, χωρίς προστατευτικό γυαλί και μπορείς σχεδόν να τα αγγίξεις.

«Σύμφωνα με την παράδοση αλλά και με όσα αναφέρει ο Ευριπίδης στην "Ιφιγένεια εν Ταύροις", ο Ορέστης, ακολουθώντας το χρησμό του Απόλλωνα, έφερε στην Αττική από τη γη των Ταύρων την Ιφιγένεια και το ξόανο της Αρτέμιδος. Ιδρυσαν το ιερό της και η Ιφιγένεια έγινε ιέρεια»

Τα πλούσια και ποικίλα αναθήματα μαρτυρούν τη φύση της λατρείας της και τα λατρευτικά δρώμενα που τη συνόδευαν. Μια μεγαλοπρεπής πομπή ξεκινούσε κάθε πέντε χρόνια από την Ακρόπολη της Αθήνας για να γιορτάσει τα Βραυρώνια στο ιερό της Αρτέμιδος. Εκεί γίνονταν θυσίες αλλά και αθλητικοί, μουσικοί και ιππικοί αγώνες.

Η αρκτία αποτελούσε τη σημαντικότερη λατρευτική εκδήλωση της γιορτής και είχε το χαρακτήρα θητείας και μύησης για την ενηλικίωση και το γάμο. Η Αρτεμις καθοδηγούσε τα κορίτσια για το πέρασμά τους από την παιδική στην εφηβική ηλικία και τα προετοίμαζε για τον κύριο ρόλο τους στην κοινωνία. Κιονίσκοι όπου απεικονίζονται τελετές, όπως κορίτσια που χορεύουν αποτελούν μέχρι σήμερα αδιάψευστους μάρτυρες των αρκτίων.

Στις αίθουσες του μουσείου βλέπουμε πολλά αναθηματικά ανάγλυφα, «καθώς οι αρχαίοι πίστευαν ότι με την ανάθεση και τη θυσία θα αποκτούσαν την εύνοια των θεών. Υπάρχουν αγάλματα παιδιών τα οποία οι γονείς αφιέρωναν στην Αρτεμη είτε έπειτα από μια αίσια έκβαση γέννας ή έπειτα από ίαση κάποιας αρρώστιας»

Μαρμάρινα κεφάλια κοριτσιών, αγαλματίδια καθιστών αγοριών αλλά και τα παιχνίδια τους μαρτυρούν πώς περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους: Με το αρτιάζειν (μονά-ζυγά), τα πεντέλιθα, τον αστραγαλισμό, με βώλους από πηλό και γυαλί, ζάρια αλλά και με πλαγγόνες (κούκλες). Πάντως, τα κορίτσια χάριζαν τα παιχνίδα τους στις προστάτιδες θεές του γάμου πριν από την ενηλικίωσή τους.

πηγή: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=118604

ο υγροβιότοπος

H ύπαρξη γλυκού νερού όλο το χρόνο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη πλούσια βιοποικιλότητα στη περιοχή. Χάρις στον Ερασίνο τα χωράφια μπορούν και αντέχουν τις δύσκολες μέρες του ξηρού Αττικού καλοκαιριού, ενώ και η οργιώδης βλάστηση που έχει αναπτυχθεί και παρέχει πλήθος θέσεων φωλιάσματος στα πουλιά οφείλει την ύπαρξή της σε αυτόν.

Ο υγρότοπος και η γύρω περιοχή έχουν ενταχθεί στο δίκτυο των Τόπων Κοινοτικής Σημασίας με βάση την Οδηγία 92/43 για τη προστασία των οικοτόπων και έχει συμπεριληφθεί στους τόπους που προτείνονται για ένταξη στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Το δίκτυο αυτό περιλαμβάνει τους σημαντικότερους φυσικούς βιοτόπους της Ευρώπης και έχει ως σκοπό τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης επιβίωσης των πιο σπάνιων και απειλούμενων ειδών και οικοτόπων, μέσα από μέτρα και πολιτικές που προωθούν εναλλακτικές μορφές τοπικής ανάπτυξης, όπως ο οικοτουρισμός, ο αγροτουρισμός, η βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία.

πηγή: http://www.ornithologiki.gr/page_in.php?tID=2353

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Αποδράσεις_Πάρνηθα

το πελασγικό βουνό … της Αθήνας

Η ονομασία Πάρνηθα προέρχεται από την λέξη Πάρνης που έχει πανάρχαια προέλευση από την αρχαία Πελασγική γλώσσα. Η ρίζα της είναι συγγενής με τις λέξεις Πάρνωνας και Παρνασσός (Νέζης, 1983).

Στα αρχαία κείμενα εμφανίζεται για πρώτη φορά το 423 π.Χ. στις “Νεφέλες” του Αριστοφάνη και αργότερα από τον Ρόδιο κωμικό Αντιφάνη (405-333 π.Χ.) και από τον φιλόσοφο Θεόφραστο. Ο Παυσανίας γύρω στα 150 μ.Χ. αναφέρει στα Αττικά του (32,1-2): «Όρη δε αθηναίοις εστί Πεντελικόν ένθα λιθοτομίαι, και Πάρνης παρεχομένη θήραν συών αγρίων και άρκτων, και Υμηττός ος φύει μελίσσαις επιτηδειοτάτας πλην της αλαζώνων». Η αναφορά αυτή είναι πολύ ουσιαστική, αφού περιγράφει την Πάρνηθα ως χώρο με καλό κυνήγι με αγριογούρουνα και αρκούδες. Φυσικά για την σωστή ερμηνεία της αναφοράς πρέπει να παρατηρήσουμε ότι την εποχή εκείνη Πάρνηθα εννοούνταν μια πολύ ευρύτερη γεωγραφική τοποθεσία από τη σημερινή.

Η Πάρνηθα κατοικούνταν και ήταν πολυσύχναστη από τους Μυκηναϊκούς ακόμα χρόνους. Η σπουδαιότητά της είναι φανερή από τη θέση που κατέχει ως προπύργιο της Αττικής από βόρειες επιθέσεις. Έτσι, μαζί με τα συνεχόμενα βουνά Πατέρας και Κιθαιρώνας, αποτελεί ένα φυσικό τείχος μήκους 60 χιλιομέτρων, που ξεκινά από τον Ευβοϊκό κόλπο και καταλήγει στον κόλπο των Μεγάρων.

Η Πάρνηθα εμφανίζεται ως το πιο οχυρωμένο βουνό της αρχαίας Ελλάδας. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο έγιναν σκληρές μάχες για τον έλεγχο του φρουρίου της Πάνακτου. Τελικά οι Αθηναίοι το ανοικοδόμησαν από την αρχή και το κατέστησαν ισχυρότατο. Το δε φρούριο της Δεκέλειας ήταν το στρατηγείο των Λακεδαιμονίων για πολλά χρόνια στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου.

Η Πάρνηθα όμως ήταν και τόπος λατρείας των Αθηναίων. Ο Παυσανίας αναφέρει στα «Αττικά» ότι στην Πάρνηθα υπήρχε χάλκινο άγαλμα του Παρνήθιου Δία και βωμός του Σημαλέου Δία που ρύθμιζε τις βροχές, καθώς και δύο λατρευτικά σπήλαια.

Οι κάτοικοι της κλασσικής Αθήνας γνώρισαν περιόδους ακμής και δόξας, μεγάλη κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ανάπτυξη. Παράλληλα όμως, σέβονταν το φυσικό περιβάλλον και αυτό φαίνεται ήδη από τη θρησκεία και τους μύθους τους. Την προστασία της φύσης και της χλωρίδας είχαν αναλάβει όλοι οι θεοί του Ολύμπου και των άλλων βουνών και κάθε θεός είχε ιδιαίτερη φροντίδα για ορισμένο δέντρο ή φυτό, όπως η Αθηνά για την ελιά, ο Απόλλωνας για τη δάφνη, ο Δίας για τη βελανιδιά κ.ο.κ.

Τα ένδοξα χρόνια της Αθήνας διαδέχθηκαν η παρακμή και η αφάνεια, που διήρκεσαν πολλούς αιώνες. Το περιβάλλον της Αττικής άντεξε όχι μόνο στο χρόνο, αλλά και στις ποικίλες επιθέσεις βαρβαρικών φυλών, που στρατοπέδευσαν και πολλοί από αυτούς παρέμειναν για μεγάλο διάστημα στα χώματά της.

Στα μεταγενέστερα χρόνια το βουνό υπήρξε ορμητήριο ληστών και φυσικά περιοχή εποικισμού των Αρβανιτών που εμφανίστηκαν γύρω στα 1350 μ.Χ. και η βασική τους δραστηριότητα ήταν η κτηνοτροφία. Αυτή, συνεχίστηκε και στους νεότερους χρόνους του Νεοελληνικού κράτους, οπότε η Πάρνηθα αποτελούσε ένα μεγάλο δασολίβαδο.

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος και την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατακόρυφα. Από 4.000 το 1834 έγιναν 66.000 το 1879. Το γεγονός αυτό είχε δυσμενέστατες επιπτώσεις στο περιβάλλον του λεκανοπεδίου της Αττικής. Τα λίγα δάση που είχαν απομείνει από την πρόσφατη τότε καταστροφή από τα στρατεύματα του Κιουταχή, αποδεκατίστηκαν για την κάλυψη των αναγκών της πρωτεύουσας. Ξυλοκόποι, ασβεστοποιοί, ανθρακείς, αρτοποιοί, κεραμείς κτλ, απογύμνωσαν τα βουνά της Αττικής.

Στην σύγχρονη εποχή μειώθηκε δραστικά η βόσκηση, η οποία απαγορεύθηκε το 1953. Ωστόσο, οι πιέσεις στο βουνό δεν ελαττώθηκαν. Είναι χαρακτηριστικό, ότι κατά την υποχώρησή τους οι Γερμανικές δυνάμεις κατοχής που υποχωρούσαν σιδηροδρομικώς έκαψαν τμήμα του ελατοδάσους, προκειμένου να ελέγξουν τις επιθέσεις των αντιστασιακών δυνάμεων εναντίον τους. Επίσης, ένα αξιόλογο τμήμα των συστάδων ελάτης υποβαθμίστηκε αργότερα από το κόψιμο των κορυφών των νέων ελάτων για την παραγωγή των χριστουγεννιάτικων δέντρων.

Η ίδρυση του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας το 1961 σύμφωνα με την μελέτη του πρώην Δασάρχη Πάρνηθας, καθηγητή Κ. Μακρή (Μακρής Κ. 1958), ήταν καταλυτική για τη σωτηρία του βουνού και έτσι σήμερα το βουνό είναι το μοναδικό στην Αττική που συντηρεί μία τόσο πλούσια βιοποικιλότητα (Αμοργιανιώτης, 1997).

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Αποδράσεις_Μαραθώνας

τότε που οι Αθηναίοι είχαν θάρρος

Για τη διεξαγωγή της καθαυτό μάχης έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες. Ανεξαρτήτως των διαφορετικών αναπαραστάσεων, που προκύπτουν από την ιστορική έρευνα ή τις υποθέσεις και τη φαντασία των μελετητών, όλες στηρίζονται στη βασική περιγραφή του Ηρόδοτου. … Γράφει, λοιπόν, ο Ηρόδοτος στο 6ο βιβλίο της Ιστορίας του (την Κλειώ, όπως ονομάστηκε στους Αλεξανδρινούς χρόνους):

«...Οταν ήρθε η μέρα της αρχηγίας του (του Μιλτιάδη), τότε πια οι Αθηναίοι παρατάχθηκαν ως εξής για τη μάχη. Στο μεν δεξιό άκρο της παράταξης διοικητής μπήκε ο Καλλίμαχος, γιατί έτσι όριζε ο νόμος, ο πολέμαρχος να έχει το άκρο δεξιό της παρατάξεως. Και ενώ αυτός είχε το άκρο της δεξιάς πτέρυγας, τον ακολουθούσαν με τη σειρά τους οι φυλές η μια μετά την άλλη. Τελευταίοι τάσσονταν οι Πλαταιείς, που είχαν τον αριστερό χώρο της παρατάξεως...

Επειδή το μήκος της ελληνικής παρατάξεως έπρεπε να εξισωθεί προς το μήκος της παράταξης των Περσών, το μεν μέσον αυτού είχε βάθος ολίγων αντρών, και στο μέρος τούτο ήταν πολύ ασθενές, καθένα όμως από τα δύο άκρα της παρατάξεως, είχε ενισχυθεί με αρκετό πλήθος και σε μεγάλο βάθος...

Οι Αθηναίοι, αμέσως μόλις δόθηκε το σήμα της επίθεσης, όρμησαν τρέχοντας εναντίον των βαρβάρων. Το διάστημα που τους χώριζε δεν ήταν λιγότερο από οκτώ στάδια.

Οι Πέρσες όταν τους είδαν να έρχονται εναντίον τους τρέχοντας, ετοιμάστηκαν να τους δεχτούν κι είχαν την εντύπωση ότι έπιασε τρέλα τους Αθηναίους και μάλιστα βαριάς μορφής, βλέποντας να είναι τόσοι λίγοι κι όμως να έρχονται με ορμή εναντίον τους χωρίς να έχουν ούτε ιππικό ούτε τοξότες.

Αυτά τα συμπεράσματα έβγαζαν οι βάρβαροι για τους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι όμως, αφού κατά πυκνές μάζες ήρθαν σε επαφή με τους βαρβάρους μάχονταν γενναία. Πρώτοι πράγματι αυτοί από όλους τους Ελληνες, όπως ξέρουμε, έτρεξαν με ορμή εναντίον των βαρβάρων και πρώτοι αντίκρισαν ατάραχοι την περσική ενδυμασία και κείνους που τη φορούσαν. Μέχρι τότε, και μόνο το όνομα των Μήδων προκαλούσε τρόμο στους Ελληνες.

Η μάχη αυτή στον Μαραθώνα κράτησε αρκετά. Και στο κέντρο μεν του στρατεύματος, όπου είχαν ταχθεί οι Πέρσες και οι Σάκες, νικούσαν οι βάρβαροι, και σχηματίζοντας ρήγμα καταδίωξαν τους Ελληνες προς το εσωτερικό, ενώ στα δύο άκρα της παράταξης νικούσαν οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς. Και τους μεν βαρβάρους που νικήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια τους άφησαν να τρέχουν, ενώ αυτοί συνένωσαν τα δύο άκρα της παράταξής τους και νίκησαν οι Αθηναίοι.

Τους Πέρσες που έφευγαν τους ακολούθησαν βήμα προς βήμα σκοτώνοντάς τους, έως ότου έφτασαν στην παραλία και γύρευαν φωτιά για να κάψουν τα πλοία, προσπαθώντας να τα καταλάβουν...».

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Αποδράσεις_Καστελόριζο

Το κόκκινο φρούριο

Το επίσημο όνομα του, Μεγίστη, το πήρε, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, λόγω του ότι είναι το μεγαλύτερο από ένα σύμπλεγμα δεκατεσσάρων μικρών νησιών με πιο γνωστή τη Ρω. Το όνομα Καστελόριζο είναι δυτικής προέλευσης και σημαίνει κόκκινο φρούριο.

Από τα αρχαιολογικά ευρήματα συμπεραίνουμε ότι το νησί κατοικείται από τους Νεολιθικούς χρόνους ενώ κατά τη διάρκεια της Μυκηναϊκής και Μινωικής εποχής αποτελούσε εμπορικό σταθμό της Κρήτης «εμπορείον», λόγω της στρατηγικής του θέσης και είχε επίσης εμπορικές επαφές με την Κύπρο.

Αποικίστηκε από τα φύλα των Δωριέων, οι οποίοι έκτισαν και την ακρόπολη στο Παλαιόκαστρο, στη δυτική πλευρά του λιμανιού, τμήματα της οποίας σώζονται ως τις μέρες μας. Αυτοί έδωσαν στο νησί και το πομπώδες όνομα Μεγίστη

Ένας μεταγενέστερος μύθος αποδίδει το όνομα του νησιού στον πρώτο οικιστή που λεγόταν Μεγιστέας, αλλά το πιθανότερο είναι το όνομα να οφείλεται στο ότι ξεχωρίζει σε μέγεθος από τις γύρω βραχονησίδες.

Καταλήφθηκε κατόπιν από τους Πέρσες και από τον 4ο π. Χ. μέχρι και τους Ρωμαϊκούς χρόνους απετέλεσε τμήμα του ροδιακού κράτους. Για τους Ρόδιους η Μεγίστη έπαιξε το ρόλο σπουδαίου διαμετακομιστικού κέντρου, ενώ μεταξύ του 333-304 απόλαυσε ένα διάστημα αυτονομίας, οπότε και έκοψε δικό της νόμισμα. Την εποχή της Ροδιακής κυριαρχίας οικοδομήθηκε και το φρούριο του νησιού από τον έπαρχο Ρόδου Σωσικλή Νικαγόρα.

Για τους Βυζαντινούς χρόνους οι πληροφορίες είναι πενιχρές. Φαίνεται ότι ανήκε στην επαρχία των νησιών provincia insularum. Στα Μεσοβυζαντινά χρόνια ο οικισμός πιθανολογείται ότι ήταν στο Παλαιόκαστρο, μακριά από τη θάλασσα λόγω των πειρατικών επιδρομών.

Ναυτική ακμή παρουσιάζει το νησί κατά τα μεσαιωνικά χρόνια. Το 1306 το νησί περνάει στη κατοχή του τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Τότε κτίστηκε και το κάστρο, το Castel Rosso, από το οποίο το νησί πήρε το όνομα Καστελόριζο.

Το 1440 κατέκτησαν το νησί οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου, ερημώνοντας τον οικισμό και αιχμαλωτίζοντας τους κατοίκους του, αλλά οι Ιππότες σύντομα το ανακατέλαβαν και ανοικοδόμησαν το κάστρο. Στους επόμενους αιώνες το νησί, λόγω της σημαντικής γεωγραφικής θέσης του, έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων, κι άλλαξε συχνά κυριάρχους.

Το 1522 περιέρχεται στους Τούρκους, όμως του παραχωρούνται προνόμια κι έτσι παρουσιάζει πνευματική και οικονομική ακμή, ενώ η διοίκηση ασκούνταν από την τοπική δημογεροντία.

Στη διάρκεια της επανάστασης του 1821 τα γυναικόπαιδα φυγαδεύτηκαν στην Κάσο, την Κάρπαθο και την Αμοργό, για να αποφύγουν αντίποινα των Τούρκων.

Το 1913 καταλύεται από τους κατοίκους η οθωμανική εξουσία. Το 1915 καταλαμβάνεται από τους Γάλλους και στη συνέχεια αυτοί το παραχωρούν έναντι αμοιβής στους Ιταλούς οι οποίοι το ονομάζουν Castelrosso.

Κατά τη διάρκεια τoυ Β΄ παγκοσμίου πολέμου ήταν σημαντική στρατιωτική βάση, ενώ το 1943 το νησί βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς και υπέστη μεγάλες καταστροφές. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των κατοίκων του να εγκαταλείψει το Καστελλόριζο και να μεταναστεύσει σε άλλους τόπους, ιδίως στην Αυστραλία. Αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ σήμερα οι κάτοικοι του Καστελόριζου είναι μερικές εκατοντάδες, η ανθηρή ελληνική κοινότητα στο Πέρθ της Αυστραλίας αριθμεί περίπου 10.000 Καστελοριζιούς.

Το 1948 ενσωματώνεται στο Ελληνικό κράτος.

http://www.golden-greece.gr/places/dodekanisa/kastelorizo/kastelorizo_kastelorizo.html

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Αποδράσεις_Ηλεία


Στην Ηλεία των μύθων

Ο Παυσανίας μας διηγείται ότι οι κάτοικοι της Ηλείας ήρθαν από την Καλυδώνα της Αιτωλίας. Σ' εκείνη τη χώρα βασίλευε ο Οινέας και ο γιος του Μελέαγρος. Αδερφή του Μελέαγρου ήταν η Δηιάνειρα την οποία παντρεύτηκε ο Ηρακλής.

Πρώτος βασιλιάς της Ηλείας ήταν ο Αέθλιος, γιος του Δία και της Πρωτογένειας, που ήταν κόρη του Δευκαλίωνα. Γιος του Αέθλιου ήταν ο Ενδυμίωνας, ο οποίος παντρεύτηκε την Υπερίππη, την κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας, Αρκάδα και μαζί της απέκτησε τρεις γιους, τον Παίονα, τον Επειό και τον Αιτωλό.

Επειδή δεν μπορούσε να αποφασίσει σε ποιόν από τους τρεις ν' αφήσει τον θρόνο του, γιατί και οι τρεις ήταν πολύ ικανοί, αποφάσισε να τους βάλει να τρέξουν και να διαλέξει για διάδοχο του θρόνου του τον νικητή.

Ο αγώνας, σύμφωνα με το μύθο, έγινε στην περιοχή της Ολυμπίας και αυτός ήταν ο πρώτος αθλητικός αγώνας που έγινε στην Ολυμπία.

Νικητής από αυτόν τον αγώνα αναδείχτηκε ο Επειός. Ο Παίονας έφυγε μακριά από τη χώρα του, για να εγκατασταθεί πέρα από τον Αξιό ποταμό. Γι' αυτό και η καινούρια πατρίδα του ονομάστηκε Παιωνία. Μετά το θάνατο του Επειού, που δεν απόκτησε διάδοχο, ανέλαβε το θρόνο ο αδελφός του ο Αιτωλός. Όπως αναφέρει ο μύθος σ' έναν φιλικό αγώνα αρματοδρομίας παρέσυρε με το άρμα του το βασιλιά της Αρκαδίας Άπι, και αναγκάστηκε να καταφύγει στην σημερινή Αιτωλία. Τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του ο Ήλειος, από τον οποίο η περιοχή ονομάστηκε Ηλεία, ονομασία που τη διατήρησε ως τις μέρες μας. Γιος του Ήλειου ήταν ο Αυγείας, ο οποίος τον διαδέχτηκε στο θρόνο του μετά το θάνατό του.

Ο Αυγείας, όπως γνωρίζουμε από τους άθλους του Ηρακλή, είχε πολλά κοπάδια και σε λίγα χρόνια τον βασάνιζε ένα μεγάλο πρόβλημα. Δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να καθαρίσει τους στάβλους του από τους γιγάντιους σωρούς της κοπριάς. Γι' αυτό κάλεσε τον Ηρακλή, αφού συνεννοήθηκε με το βασιλιά της Τίρυνθας Ευρυσθέα, και του ανέθεσε να καθαρίσει τους στάβλους του μέσα σε μια μέρα. Αν δεν το κατόρθωνε είχε δικαίωμα να τον σκοτώσει, μα αν το κατόρθωνε, τότε θα του παραχωρούσε το μισό βασίλειό του.

Και, όπως γνωρίζουμε, ο Ηρακλής δέχτηκε την πρόταση του Αυγεία και κατάφερε να καθαρίσει τους στάβλους μέσα σε μια μέρα εκτρέποντας τα νερά δύο κοντινών ποταμών, σκάβοντας δύο μεγάλα χαντάκια. Ο Αυγείας, όμως, δεν κράτησε την υπόσχεσή του.

Στη συνέχεια οι μύθοι αναφέρουν το εξής περιστατικό, πως οι Δωριείς εισέβαλαν στην Πελοπόννησο.

Στην Ηλεία, όταν βασίλευε ο Δίος, εμφανίστηκε ένα ξένος, που ονομαζόταν Όξυλος. Ήταν βασιλιάς της Αιτωλίας και οι κάτοικοι της πατρίδας του τον είχαν εξορίσει για ένα χρόνο, επειδή είχε σκοτώσει, χωρίς να το θέλει, τον αδερφό του το Θέρμιο. Τον σκότωσε μια μέρα που αγωνιζόταν στον στάδιο και πετούσε το δίσκο.

Ο Όξυλος έμεινε στην Ηλεία ένα χρόνο. Μόλις τελείωσε ο χρόνος της εξορίας καβάλησε το μουλάρι του, που είχε ένα μάτι και πήρε το δρόμο του γυρισμού για την Αιτωλία.

Την εποχή εκείνη οι Δωριείς είχαν κατέλθει στη Στερεά Ελλάδα και αποφάσισαν να καταλάβουν το μεγάλο νησί, που βρισκόταν απέναντί τους, την Πελοπόννησο. Ο αρχηγός τους ο Αριστόμαχος, πριν ξεκινήσει την εκστρατεία, είχε πάρει χρησμό από το μαντείο των Δελφών, που έλεγε: "Να προχωρήσετε προς την Πελοπόννησο, μόνο αν πάρετε για οδηγό σας τον τριόφθαλμο". Ο χρησμός αναφέρονταν στον Όξυλο, τον οποίο και συνάντησαν οι Δωριείς. Ο Αριστόμαχος ζήτησε να μάθει αν έρχεται από τον Ισθμό. Ο Όξυλος του απάντησε πως πέρασε με το μουλάρι του πάνω σε μια βάρκα, επειδή ο Ισθμός ήταν μακριά. Ο Αριστόμαχος ζήτησε από τον Όξυλο να τον οδηγήσει στην Πελοπόννησο. Ο Όξυλος δέχτηκε με αντάλλαγμα να του παραχωρηθεί η Ηλεία. Και έτσι ξεκίνησε ο εκστρατεία των Δωριέων εναντίον της Πελοποννήσου.

Σύμφωνα με τις οδηγίες του Όξυλου, οι Δωριείς κατασκεύασαν μικρές βάρκες και πέρασαν στην Πελοπόννησο από την Ναύπακτο και όχι από τον Ισθμό, όπως σχεδίαζαν αρχικά. Ο Όξυλος τους οδήγησε στην Λακωνία και στη Μεσσηνία μέσα από τα ορεινά μέρη της Αρκαδίας παρακάμπτοντας την Ηλεία, επειδή ήταν εύφορη και πλούσια και την εποφθαλμιούσε ο ίδιος. Στο τέλος απαίτησε το θρόνο της Ηλείας από τον Δίο.

Για τους Ολυμπιακούς Αγώνες λέγεται για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε σταματήσει ο τέλεσή τους και ότι ο βασιλιάς της Ηλείας Ίφιτος, προκειμένου να επαναφέρει την ειρήνη σε μια περίοδο, που η Πελοπόννησος σπαράζονταν από πολέμους πήρε χρησμό από το μαντείο των Δελφών, που έλεγε ότι θα σταματήσουν τα δεινά μόνο όταν ξαναγίνουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες.

Έτσι, επανήλθαν οι Ολυμπιακοί αγώνες, που τελέστηκαν κάθε τέσσερα χρόνια χωρίς διακοπή από την εποχή του Ιφίτου το 776 π.Χ. μέχρι το 393 μ.Χ., όπου ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μέγας Θεοδόσιος τους κατάργησε, επειδή ήταν θεσμός ειδωλολατρικός. Μαζί με τους Ολυμπιακούς αγώνες ο Ίφιτος κατάφερε να επιβάλει και την "εκεχειρία". Δηλαδή, λίγους μήνες πριν την έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων και λίγους μήνες μετά, σταματούσαν οι εχθροπραξίες στον ελληνικό χώρο, για να μπορέσουν να μετακινηθούν οι αθλητές και οι συνοδοί τους προς και από την Ολυμπία, χωρίς να κινδυνεύουν. Η ανακωχή ήταν ιερή και αν, σπάνια, κάποια πόλη την παραβίαζε αντιμετώπιζε την περιφρόνηση των υπολοίπων και αναγκαζόταν να πληρώσει βαρύ πρόστιμο.

http://11dim-pyrgou.ilei.sch.gr/ilia.htm

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Αποδράσεις - Λήμνος


στο νησί του Ηφαίστου

Η ιστορία της Λήμνου, κατά την απώτατη αρχαιότητα, συνδέεται με τη δράση των δύο ηφαιστείων της. Ο μύθος θέλει το νησί να σκεπάζεται από στάχτη και σύννεφα πυκνού καπνού για πολύ καιρό. Όταν σταματά η ηφαιστειακή δράση, ξεπροβάλλει το νησί από την άχλη. Η μοναδική του ομορφιά, στο χώρο του βορείου Αιγαίου συνδέεται άμεσα με την ξεχωριστή του ιστορία.

Σύμφωνα με την μυθολογία στη Λήμνο καταφεύγει ο Ήφαιστος όταν ο Δίας τον εξορίζει από τον Όλυμπο. Οι Σίντιες, οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού, αποδέχτηκαν και περιέθαλψαν τον εξόριστο θεό και αυτός, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, τους παραχωρεί τα μυστικά της τέχνης του σιδηρουργού.

Ο πρώτος βασιλιάς της Λήμνου, σύμφωνα πάντα με την μυθολογία ήταν ο Θόας, ο οποίος είχε παντρευτεί τη Μυρίνα, την κόρη του βασιλιά της Ιωλκού. Επί της βασιλείας του, οι γυναίκες με αρχηγό την κόρη του, την Υψιπύλη, ξεσηκώθηκαν κατά των αντρών που τις παραμελούσαν. Έτσι, αφού τους μέθυσαν τους σκότωσαν όλους εκτός από τον Θόαντα. Αργότερα οι γυναίκες της Λήμνου που ταυτίζονται με το μύθο των Αμαζόνων, ενώθηκαν με τους Αργοναύτες οι οποίοι κατά την επιστροφή τους από την Κολχίδα σταμάτησαν στο νησί. Η Υψιπύλη παντρεύτηκε τον Ιάσονα, ενώ από την ένωση των γυναικών της Λήμνου με τους Αργοναύτες γεννήθηκαν οι Μινύες.

Οι ανασκαφές στην Λήμνο έφεραν στο φως τα ερείπια της αρχαίας πόλης Πολιόχνης, η οποία άκμασε κατά την 4η π.Χ. χιλιετία.

Γύρω στο 1000 π.Χ. το νησί κατοικήθηκε από Πελασγούς. Την περίοδο αυτή ιδρύθηκαν στο νησί και οι δύο άλλες μεγάλες αρχαίες πόλεις που γνώρισαν οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη κατά την αρχαιότητα. Πρόκειται για την Ηφαιστία και την Μυρίνα, που τα λείψανά τους σώζονται ως τις μέρες μας.

Κατά τους ιστορικούς χρόνους το νησί κυριεύεται αρχικά από τους Πέρσες.

Το 512 π.Χ. γίνεται μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας.

Το 168 π.Χ. η Λήμνος περνά στην κυριαρχία των Ρωμαίων.

Στα χρόνια του Βυζαντίου το ασφαλές λιμάνι του νησιού υπήρξε σημαντικό καταφύγιο του στόλου της αυτοκρατορίας στο Αιγαίο.

Το 1204 οι Ενετοί κατακτούν και τη Λήμνο.

Το Φρούριο της Μυρίνας είναι το μεγαλύτερο σε έκταση οχυρό του Αιγαίου. Είναι κτισμένο σε πάνω σε μια βραχώδη χερσόνησο. Κτίστηκε το 1207 από τον Ενετό Δούκα της Λήμνου, Φιλόκαλο Ναβιγκαγιόζο για αμυντικούς κυρίως λόγους.
Πρόκειται για ένα επιβλητικό φρούριο με ιδιαίτερα υψηλά τείχη στην ανατολική και νότια πλευρά του και αρκετούς πύργους. Στη βόρεια και δυτική πλευρά του το τα τείχη του φρουρίου είναι χαμηλότερα.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας τα φρούριο αποτέλεσε κατοικία των Τούρκων. Το 1770, όταν ο Ρώσικος στόλος πολιορκούσε τη Μυρίνα, τα τείχη του φρουρίου υπέστησαν μεγάλες ζημιές.

Στις αρχές του 15ου αιώνα οι Τούρκοι πολιορκούν τη Λήμνο. Σε μια από τις επιθέσεις τους για την κατάληψη του νησιού, οι Λήμνιοι παρακινημένοι από την ηρωίδα Μαρούλα, πολεμούν θαρραλέα και καταφέρνουν να απωθήσουν – πρόσκαιρα – τους Τούρκους. Τελικά, η Λήμνος υποκύπτει ακολουθώντας την μοίρα και της υπόλοιπης Ελληνικής μεσαιωνικής αυτοκρατορίας.

Η Λήμνος ενσωματώθηκε και πάλι στον νεοελληνικό κράτος το 1912.

Αρχαιολογικοί χώροι

ΗΦΑΙΣΤΙΑ
Η Ηφαιστία ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Λήμνου κατά την αρχαιότητα. Το όνομά της το πήρε από τον Ήφαιστο, το θεό της φωτιάς. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση στην περιοχή αυτή είχε το εργαστήριό του ο Ήφαιστος, κι εκεί δίδαξε στους Λημνίους την τέχνη της σιδηρουργίας.
Η Ηφαιστία ήταν κτισμένη στη βόρεια πλευρά του κόλπου Πουρνιά και σε απόσταση 35 χλμ. από τη Μυρίνα. Από τα ευρήματα των ανασκαφών φαίνεται ότι η περιοχή κατοικούνταν συνεχώς από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού μέχρι και τους Βυζαντινούς χρόνους.
Στον αρχαιολογικό χώρο θα δείτε τα ερείπια της αρχαίας ακρόπολης, της νεκρόπολης που χρονολογείται από τα μέσα του 8ου έως του 5ου π.Χ. και ενός σημαντικού ιερού, το οποίο πιθανολογείται ότι ήταν αφιερωμένο στη Μεγάλη Θεά. Η ίδρυσή του τοποθετείται στις αρχές του 8ου π.Χ. αιώνα ενώ φαίνεται ότι καταστράφηκε βίαια γύρω στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα.
Κατά την ξενάγησή σας στον αρχαιολογικό χώρο θα δείτε και τα λείψανα διαφόρων οικοδομημάτων της αρχαίας πόλης καθώς τα ερείπια του θεάτρου που χρονολογείται στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου.

ΠΟΛΙΟΧΝΗ
Στη θέση Καμίνια συναντάμε τα λείψανα της Πολιόχνης. Πρόκειται για έναν από τους αρχαιότερους και σημαντικότερους προϊστορικούς οικισμούς στο χώρο του Αιγαίου. Οι ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο έφεραν στο φως τέσσερις διαδοχικούς οικισμούς διαφορετικών ιστορικών περιόδων, κτισμένους τον ένα πάνω στα θεμέλια του άλλου. Τα αρχιτεκτονικά μέλη της αρχαιότερης πόλης τοποθετούνται στην 3η π.Χ. χιλιετία και ο πολιτισμός αυτός, σύμφωνα με τους ιστορικούς άκμασε την ίδια εποχή με την Τροία.
Η πόλη εγκαταλείφθηκε για ένα χρονικό διάστημα και κατοικήθηκε ξανά κατά τη 2η χιλιετία π.Χ.
Η Πολιόχνη καταστράφηκε γύρω στο 1600 π.Χ. πιθανόν από σεισμό.

ΚΑΒΕΙΡΙΟ ΙΕΡΟ
Το ιερό των Καβείρων βρίσκεται έξω από τα τείχη της αρχαίας Ηφαιστίας και είναι κτισμένο κοντά στο ακρωτήριο της Χλόης. Πρόκειται για ένα συγκρότημα κτιρίων στα οποία πραγματοποιούνταν τα Καβείρια μυστήρια. Αυτό είναι το αρχαιότερο ιερό των Καβείρων, προγενέστερο και σημαντικότερο ακόμη και από εκείνο της Σαμοθράκης.
Κάβειροι λέγονταν τα παιδιά που είχε αποκτήσει ο Ήφαιστος με την Καβειρώ και θεωρούνταν προστάτες των σιδηρουργών.
Στο χώρο του ιερού των Καβείρων σώζονται λείψανα από το αρχαίο τελεστήριο, μια στοά, ένα ανάκτορο και ένα μεγάλο τελεστήριο των Ελληνιστικών χρόνων.
Στη θάλασσα κάτω από το Καβείριο, βρίσκεται βρίσκεται η περίφημη Σπηλιά του Φιλοκτήτη, όπου σύμφωνα με τη μυθολογία είχε μεταφερθεί από τους συντρόφους του ο Ομηρικός ήρωας, έπειτα από δάγκωμα φιδιού, ελπίζοντας πως η ΄΄Λήμνια γη΄΄ θα τον γιατρέψει.

Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΗΣ
Ο αρχαίος ναός της Άρτεμης κτίστηκε τον 7ο π.Χ αιώνα. Βρίσκεται σε απόσταση 2 χλμ. από τη Μύρινα και είναι γνωστός ως "εκτός πόλεως ιερό".

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Αποδράσεις_Θήρα

Ταξίδι στην … χαμένη Ατλαντίδα

Η κυριότερη και πιο πλούσια πηγή πληροφοριών για τον πολιτισμό της προϊστορικής Θήρας είναι ο οικισμός του Ακρωτηρίου που ήκμασε κατά το πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π. Χ.

Η θέση πρωτοκατοικήθηκε κατά την Ύστερη Νεολιθική (5η χιλιετία π. Χ.) και κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π. Χ.), όπως μαρτυρούν πενιχρά ευρήματα. Κατά τη Μεσοκυκλαδική περίοδο, έχοντας αναπτύξει στενές σχέσεις με τη μινωική Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα, ο οικισμός μετατρέπεται σε πολιτιστικό, οικονομικό, εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο του Αιγαίου που φτάνει στο απόγειό του κατά την Υστεροκυκλαδική Ι περίοδο. Η τρομακτική έκρηξη του ηφαιστείου (που τοποθετείται στο 1650 π. Χ. περίπου) είχε σαν συνέπεια την ολοσχερή καταστροφή του οικισμού. Όμως, διατηρήθηκαν κάτω από το παχύ στρώμα τέφρας τα κατάλοιπα του σημαντικού αυτού πολιτιστικού κέντρου, δίνοντας σημαντικές πληροφορίες για την εποχή.

Μετά από εγκατάλειψη 2-3 αιώνων, το νησί κατοικείται και πάλι κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο (ύψωμα Μονόλιθος). Φοίνικες εγκαθίστανται στο νησί το 13ο αι. π. Χ. και το ονομάζουν Καλλίστη, ενώ από τα τέλη του 12ου αι. π. Χ. το αποικίζουν Λακεδαιμόνιοι, με επικεφαλής τον Θήρα, από τον οποίο προέρχεται και το όνομά του.

Το κέντρο του νησιού στα ιστορικά χρόνια βρίσκεται στην ανατολική ακτή, στο βράχο του Μέσα Βουνού, όπου αναπτύχθηκε η πόλη της αρχαίας Θήρας που παρουσίασε συνεχή κατοίκηση από τα Γεωμετρικά ως και τα Ύστερα Ρωμαϊκά χρόνια (9ος - 3ος αι. π. Χ.). Η Θήρα τον 6ο αι. π. Χ. έκοψε δικό της νόμισμα και συνέδεσε την τύχη της με την πορεία της μητρόπολής της, της Σπάρτης, κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Στα Ελληνιστικά χρόνια το νησί αναπτύσσεται και χρησιμοποιείται ως ναυτική και στρατιωτική βάση των Πτολεμαίων, ενώ κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δραστηριότητα.

Για την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο οι μόνες σημαντικές πληροφορίες που έχουμε είναι ότι από τον 4ο αι. μ. Χ. το νησί ασπάστηκε το χριστιανισμό και συγκρότησε την επισκοπή Θήρας. Μετά τον 9ο αι. μ. Χ. η Θήρα εντάχθηκε στο θέμα του Αιγαίου. Ο Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός (1081-1118) ίδρυσε το ναό της Παναγίας Επισκοπής στη Γωνιά, στο κέντρο του νησιού.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), η Θήρα γίνεται έδρα της μίας από τις τέσσερις λατινικές επισκοπές του δουκάτου του Αιγαίου και παραχωρείται μαζί με τη Θηρασία στο βαρόνο Ιάκωβο Βαρότση ως το 1335, οπότε τέθηκε κάτω από την ηγεμονία του Νικόλαου Σανούδου, δούκα της Νάξου, της πρωτεύουσας του λατινικού κρατιδίου. Οι Λατίνοι έδωσαν στο νησί το όνομα Σαντορίνη από την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης (Santa Irene), την οποία πρωτοαντίκρυσαν όταν το προσέγγιζαν. Τα επόμενα χρόνια και ως το 1487 το νησί αλλάζει κυρίους ανάμεσα στις φραγκικές οικογένειες των Σανούδων, των Κρίσπι και των Πιζάνι. Το 1487 προσαρτάται μαζί με το δουκάτο του Αιγαίου στη Βενετία.

Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Φράγκων οι πειρατικές επιδρομές σφράγισαν αποφασιστικά την οικονομική, δημογραφική και κοινωνική ζωή του νησιού. Επιπλέον, κατά την περίοδο αυτή μέρος των κατοίκων ασπάστηκε το καθολικό δόγμα. Το 1537 η Σαντορίνη λεηλατήθηκε από το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, και το 1566 πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών. Όμως παραχωρήθηκαν προνόμια στους κατοίκους της, με συνέπεια την άνοδο του εμπορίου, της ναυτιλίας και τη μετατροπή του νησιού σε ισχυρό κέντρο με δυναμικό στόλο και σχέσεις με τα μεγάλα λιμάνια της εποχής (Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη). Το εμπόριο και η ναυτιλία απετέλεσαν τους βασικούς τομείς ανάπτυξης και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, στο οποίο εντάχθηκε το 1830, αναδεικνύοντας την οικονομική ανεξαρτησία του νησιού και των κατοίκων του. Το 1941 η Σαντορίνη αρχικά εντάχθηκε στην ιταλική διοίκηση, στα πλαίσια της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 το νησί γνώρισε τη γερμανική κατοχή ως την απελευθέρωσή του.

Σημαντικό γεγονός της νεότερης ιστορίας είναι η έκρηξη του ηφαιστείου το 1956 και οι καταστροφικοί σεισμοί, που είχαν σαν συνέπεια την εγκατάλειψη του νησιού από μεγάλο μέρος του πληθυσμού, υπογραμμίζοντας το διαχρονικό ρόλο των φυσικών δυνάμεων στη Σαντορίνη.

http://www.golden-greece.gr/places/kyklades/santorini/santorini_santorini.html

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Αποδράσεις_Κέρκυρα


«Πριν την Υπέρεια, την απλόχωρη πατρίδα οι Φαίακες είχαν

και με τους Κύκλωπες συνόρευαν, που νόμο δεν κρατούσαν,

μόν' τους ρήμαζαν, τι στη δύναμη τρανότεροι λογιούνταν»

στο Νησί των Φαιάκων

«Πες μου, την πατρίδα σου, τον δήμο σου και την πόλη σου για να σε πάνε εκεί κατ’ ευθείαν τα καράβια μας που έχουν σκέψη και νου. Γιατί δεν έχουν τα καράβια των Φαιάκων κυβερνήτες, ούτε και πηδάλια, σαν όλα τα άλλα πλοία, αλλά γνωρίζουν από μόνα τους τη σκέψη και τις διαθέσεις των ανθρώπων και ξέρουν τις πόλεις όλων, ως και τα καρπερά χωράφια ξέρουν κι είναι τόσο γοργά, ώστε ταχύτατα περνούν τις θάλασσες καλυμμένα με πυκνή ομίχλη και καταχνιά, κι ούτε φοβούνται πως θα χαθούν ή θα πάθουν κανένα κακό» (Οδ. θ΄555-569)

Στην ελληνική μυθολογία οι Φαίακες (Φαίηκες στην ιωνική διάλεκτο, π.χ. στον Όμηρο, Φαίαξ ή Φαίηξ στον ενικό αριθμό) ήταν ένας λαός γνωστός ιδιαίτερα από τον Όμηρο για τη ναυτοσύνη του ναυσικλυτοί»). Οι Φαίακες ήταν οι αγαπημένοι των θεών και φίλοι των ανθρώπων. Αναφέρεται ότι αρχικώς κατοικούσαν στην απομακρυσμένη Υπέρεια, στα πέρατα του κόσμου. Ως συγγενείς των θεών, αποκαλούνταν «αγχίθεοι», όπως οι Κύκλωπες και οι Γίγαντες. Μια εποχή που βασιλιάς τους ήταν ο Ναυσίθοος, οι Φαίακες εκδιώχθηκαν από την Υπέρεια από τους Κύκλωπες και μετοίκησαν σε ένα νησί, τη Σχερία, που αποκλήθηκε από αυτούς και «Νήσος των Φαιάκων», ενώ από τους περισσότερους ταυτίζεται με τη σημερινή Κέρκυρα (έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι η Νήσος των Φαιάκων ταυτίζεται με την Ίσκια της Ιταλίας ή ακόμα και με την Κρήτη). Εκεί έχτισαν πόλη και ναούς με βασιλιά τους τον Αλκίνοο, τον γιο του Ναυσιθόου.

Οι Φαίακες διακρίνονταν για τη φιλοξενία τους, όπως την περιγράφει ο Όμηρος μετά τη διάσωση του Οδυσσέα από τη Ναυσικά στη «Νήσο των Φαιάκων». Ο βασιλιάς τους εμφανίζεται να κυβερνά ως πρόεδρος ενός συμβουλίου αποτελούμενου από 12 άλλους άρχοντες, ως ίσος προς εκείνους και όχι ως ανώτερός τους. Οι Φαίακες υπήρξαν ειρηνικός λαός που αποστρεφόταν τον πόλεμο, εργατικοί και εύθυμοι, αγαπούσαν το καλό φαγητό, τα λουτρά, τον έρωτα, τα τραγούδια και τον χορό. «Η εντολή αυτών είναι να παραπέμπωσιν ακινδύνως εις την πατρίδα των πάντας τους προς αυτούς πλέοντας». Ο μύθος θέλει να διαθέτουν θαυμαστά πλοία. Τα πλοία αυτά δεν είχαν ανάγκη από κουπιά, ούτε από πηδάλιο· διέτρεχαν τη θάλασσα σαν φτερωτά πτηνά (Οδύσσεια, η 34-35), προικισμένα με αυτό το χαρακτηριστικό από τον θεό Ποσειδώνα, και, το εντυπωσιακότερο, διέθεταν «νου και μυαλό ανθρώπινο».

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Αποδράσεις_Σουφλί

ΣΟΥΦΛΙ

Το Σουφλί ακμάζει ως σημαντικό εμπορικό κέντρο, ιδιαίτερα κατά το β' μισό του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα όταν αναπτύσσεται η σηροτροφία, η αμπελουργία και η καρροποιΐα. Το 1908 ιδρύεται η μεταξοβιομηχανία των Aζαρία και Πάπο, που ακολουθείται αργότερα από τη σημαντική μονάδα των Tζίβρε (1920) και του Π. Xατζησάββα (1925). Το 1954 ιδρύεται το εργοστάσιο Tσιακίρη που εξακολουθεί να λειτουργεί και το 1967 το κρατικό εργοστάσιο. Κατασκευασμένα ειδικά για τις ανάγκες της σηροτροφίας τα κουκουλόσπιτα (M. Mπρίκα, N. Kάλεση) ξεχωρίζουν με τον επιβλητικό τους όγκο στο ανατολικό τμήμα της πόλης.

Έδρα καζά από το 1878 το Σουφλί[1] καταλαμβάνεται, τον Οκτώβριο 1912 από τον βουλγαρικό στρατό και διοικείται ως βουλγαρική Επαρχία κατά την περίοδο 1913 – 1919, ενώ μεταξύ Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 1913 τη Διοίκηση ασκούσε στο όνομα της "Δημοκρατίας της Γκιουμουλτζίνας" ο εντόπιος έλληνας γιατρός K. Kουρτίδης. Όταν επανήλθαν οι Βούλγαροι (Οκτώβριος 1913) σημειώθηκε μαζική αποχώρηση μεγάλου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού. Οι πρόσφυγες επανήλθαν όταν εγκαταστάθηκε τον Οκτώβριο του 1919 η Διασυμμαχική Διοίκηση. Το Σουφλί εντάχθηκε στη Διοικητική περιφέρεια Kαραγάτς (1919-1920), ενώ το 1920 αποτέλεσε έδρα Υποδιοίκησης που υπαγόταν στο Νομό Έβρου. Τον Μάιο του 1920 εντάχθηκε οριστικά στην ελληνική επικράτεια.

Το Σουφλί υπαγόταν στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου και είχε σχεδόν αμιγή ελληνόφωνο ορθόδοξο πληθυσμό (γύρω στα 1900 υπήρχαν 1200 ελληνικές εστίες και 20 μουσουλμανικές). Στο πρώτο μισό του 19ου αι. οικοδομούνται οι εκκλησίες του Aγ. Νικολάου (1818) και του Aγ. Αθανασίου (1841). Η εξαρχική κίνηση δεν μπόρεσε να διεισδύσει στην πόλη, σημείωσε όμως, ιδίως μετά το 1878, σημαντικές επιτυχίες στα γύρω βουλγαρόφωνα χωριά. Η πόλη διέθετε ελληνικά εκπαιδευτήρια.

Ύστερα από τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), το Σουφλί αναγνωρίστηκε ως έδρα Δήμου και πρωτεύουσα της Επαρχίας Σουφλίου του Νομού Έβρου. Με τη μεταφορά των συνόρων στον Έβρο η πόλη έχασε πολλές εκτάσεις με μουριές, ενώ η εκβιομηχάνιση της παραγωγής μεταξιού και η μείωση του ρόλου του στη σύγχρονη οικονομία οδήγησαν πολλούς κατοίκους στην ανεργία και τη μετανάστευση.

Από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και ύστερα ο πληθυσμός μειώνεται διαρκώς, ενώ η σηροτροφία και οι γεωργικές ασχολίες παραμένουν οι βασικές ασχολίες του πληθυσμού.

[1] Για το όνομα της πόλης λέγονται τα εξής: (α) κατά τη παράδοση, στην περιοχή μόνασε ένας σοφός ασκητής. Στα επίσημα έγγραφα του 1667 η πόλη αναφέρεται ως Σοφουλού, (Σοφού = ασκητής και σοφουλού = ασκητήριο). (β) πολλές ομάδες Σουλιωτών, φοβούμενοι την υποδούλωση στους Τούρκους, εγκατέλειψαν τη γη των προγόνων τους και εγκαταστάθηκαν στη Θράκη. Μια από αυτές τις ομάδες δημιουργεί εδώ ένα νέο Σούλι, που με την σταδιακή παραφθορά μετατρέπεται σε Σουφλί

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Αποδράσεις_Μυστράς

στο κάστρο του Μυζιθρά

Η ομορφιά της Ελλάδας έγκειται κυρίως στην αντίθεση· αντίθεση ανάμεσα σε απότομα ακρωτήρια και γαλάζιους κόλπους και ανάμεσα σε άγονες βουνοπλαγιές και εύφορες κοιλάδες. Πουθενά αλλού η αντίθεση δεν είναι τόσο έντονη όσο στην κοιλάδα της Σπάρτης, τη Λακεδαίμονα, την «κοίλη Λακεδαίμονα» της ομηρικής εποχής. Οι ταξιδιώτες που παίρνουν τον κύριο δρόμο, αυτόν που στους αρχαίους χρόνους περνούσε από την Τεγέα και σήμερα περνά από την Τρίπολη, ανηφορίζουν στα παρακλάδια της οροσειράς του Πάρνωνα· και έξαφνα, καθώς αφήνουν πίσω τους μια κλειστή στροφή, με την ορεινή ακρόπολη της Σπάρτης, τη Σελασία, το φύλακα του περάσματος, να στέκει ψηλά από πάνω τους κατά τη μεριά της ανατολής, βλέπουν από κάτω τους να απλώνεται μια πλούσια σε βλάστηση κοιλάδα με ελαιόδενδρα και οπωροφόρα, με τον ποταμό Ευρώτα να σχηματίζει μαιάνδρους ανάμεσα από ροδοδάφνες και κυπαρίσσια, και πίσω από την κοιλάδα να ορθώνεται απότομα μέσα από την πεδιάδα ο Ταύγετος, η πιο τραχεία και άγρια από όλες τις ελληνικές οροσειρές, με τις πέντε κορυφές του, τα Πέντε Δάκτυλα, να καλύπτονται από το χιόνι μέχρις αργά το καλοκαίρι. Εμπρός από το τείχος που σχηματίζει το βουνό, αν ο πρωινός ήλιος λάμπει, θα προσέξουν έναν κωνικό λόφο, διάσπαρτο με κτίρια που φαίνονται σαν κουκκίδες και στεφανωμένο από ένα κάστρο. Αυτός είναι ο Μυστράς

Η πρώτη ενέργεια του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου σαν έγινε πρίγκιπας το 1246, ήταν να εξασφαλίσει την προστασία αυτής της Λακεδαίμονας. Τον εξόργιζε που η Μονεμβασία βρισκόταν ακόμη σε ελληνικά χέρια. Οι Μονεμβασιώτες ήσαν δραστήριοι πειρατές που λυμαίνονταν τα πλοία του· και το λιμάνι τους θα αποτελούσε ένα εξαιρετικά πρόσφορο τόπο απόβασης, αν οι Έλληνες ζητούσαν κάποτε να κατακτήσουν και πάλι την Πελοπόννησο. Προετοιμάστηκε προσεκτικά. Σε όλους τους υποτελείς του είχε μηνυθεί να στείλουν στρατεύματα, ενώ οι Βενετοί, που κι' αυτοί υπέφεραν από την πειρατεία των Μονεμβασιωτών, έστειλαν τέσσερα πλοία να αποκλείσουν το βράχο της Μονεμβασίας. Δεν έγινε προσπάθεια να καταλάβουν με έφοδο το φρούριο, αλλά ο αποκλεισμός γινόταν όλο και πιο στενός. Για τρία χρόνια οι Μονεμβασιώτες άντεξαν, φυλακισμένοι, «ως αηδόνι στο κλουβί», όπως γράφει και το Χρονικό του Μορέως. Στο τέλος, όλα τα εφόδιά τους εξαντλήθηκαν. Οι μεγάλες δεξαμενές ήσαν άδειες, και είχαν φάει ακόμη και όλες τις γάτες και τα ποντίκια. Έτσι, λοιπόν, παραδόθηκαν. Τους επέβαλαν τιμητικούς όρους. Στους τρεις άρχοντες παραχωρήθηκαν κτήματα στην ηπειρωτική χώρα· και οι πολίτες απαλλάχτηκαν από κάθε στρατιωτική θητεία, εκτός από την περίπτωση που παρείχαν ναυτικές υπηρεσίες, οπότε και πληρώνονταν γι' αυτό.

Ενώ στη Μονεμβασία η πολιορκία συνεχιζόταν ακόμη, ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος ολοκλήρωσε την υποδούλωση των φυλών που ζούσαν ανυπότακτες στα βουνά, γύρω από την κοιλάδα της Σπάρτης. Χρειάστηκαν οχυρά για να διατηρηθεί η πειθαρχία. Η φρουρά στη Μονεμβασία, από τη στιγμή που θα την κυρίευαν, και η ενίσχυση του κάστρου στο Γεράκι θα μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχεία εκφοβισμού των Τσακώνων. Για τον εκφοβισμό των Μανιατών υπήρχε ήδη το κάστρο του Πασσαβά. Αλλά ο Γουλιέλμος κατασκεύασε ένα οχυρό που ονομάσθηκε Μεγάλη Μάινα κοντά στην άκρη του ακρωτηρίου Ματαπά. Πρέπει να ειπωθεί ότι δεν στάθηκε δυνατόν να υποταχθούν οι Μανιάτες απόλυτα. …

Η πιο απειθάρχητη από τις φυλές ήταν αυτή των Σλάβων Μηλιγγών που ζούσαν στα απλησίαστα σχεδόν λαγκάδια του Ταϋγέτου, επικίνδυνα κοντά σε αυτή την ίδια τη Λακεδαίμονα. Για να τους προκαλέσει τρόμο και να εξασφαλίσει την προστασία του αγαπημένου του παλατιού, ο Γουλιέλμος αποφάσισε να κτίσει ένα κάστρο σε έναν από τους γειτονικούς λοφίσκους, στους πρόποδες του Ταϋγέτου. Το έμπειρο βλέμμα του έπεσε σε έναν κωνικό λόφο που υψωνόταν κάπου δυο χιλιάδες πόδια πάνω από την πεδιάδα, γύρω στα τέσσερα μίλια νοτιοδυτικά από την πόλη. Προς τη δύση και το νότο, απότομοι γκρεμοί τον χώριζαν από την κύρια οροσειρά του Ταϋγέτου. Προς το βορρά και την ανατολή, οι πλαγιές ήσαν απότομες και μπορούσαν εύκολα να προστατευθούν. Από την κορυφή, η θέα απλωνόταν από τη μια πλευρά πάνω σε όλη την πεδιάδα του Ευρώτα· από την άλλη πλευρά έβλεπε προς τη καρδιά της οροσειράς, σε δυο μεγάλες χαράδρες. Ο δρόμος από την Καλαμάτα, που περνούσε από το στενό του Λαγκαδά, το μόνο πέρασμα από τη μια πλευρά της οροσειράς στην άλλη που ήταν κατάλληλο για το ιππικό, ξεπρόβαλλε στην πεδιάδα, λίγο προς τα βόρεια, και περνούσε σε μικρή απόσταση από τους πρόποδες του λόφου. Ο λόφος ήταν γνωστός σαν Μυζιθράς, πιθανώς γιατί πίστευαν ότι έμοιαζε με ένα τοπικό τυρί που είχε το σχήμα κώνου. Η σύντμηση του ονόματος οδήγησε αργότερα στο όνομα Μυστράς ή Μυστρά. Ο λόφος αυτός ήταν ακατοίκητος αλλά στην κορυφή του υπήρχε ένα μικρό παρεκκλήσι αφιερωμένο-αναμφίβολα- στον Προφήτη Ηλία, τον προστάτη Άγιο των βουνών.

Το μεγάλο κάστρο, που ο Γουλιέλμος έκτισε στην κορυφή του λόφου, ολοκληρώθηκε το 1249. Ήταν πολύ ικανοποιημένος με αυτό. Ήταν θαυμάσια τοποθετημένο ώστε να παρακολουθούνται προσεκτικά, διαρκώς, οι κινήσεις των Μηλιγγών, και συγχρόνως θα προστάτευε το παλάτι του στη Λακεδαίμονα (La Cremonie)

http://www.scribd.com/doc/24189816/%CE%9C%CE%A5%CE%A3%CE%A4%CE%A1%CE%91%CE%A3

Το έργο «Αναστήλωση Μνημείων Μυστρά» ξεκίνησε το 1984 με πρωτοβουλία του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κων/νου Καραμανλή, του τότε γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γ. Μυλωνά και του τότε Διευθυντού Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων κ. Μύρωνα Μιχαηλίδη, επί Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη και εντάχθηκε εις τα έργα των οποίων η διαχείριση είχε αναλάβει η «Αρχαιολογική Εταιρεία» και υπήχθησαν αργότερα στο «Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων». Η ίδρυση της πρώτης ομάδας εργασίας, αλλά και η υπαγωγή του έργου στη διαχείριση της Αρχαιολογικής Εταιρείας παρείχε τη δυνατότητα να στελεχωθεί, τόσο η Επιτροπή, η οποία κατηύθυνε το έργο, από περισσότερους επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων από το δυναμικό των πανεπιστημίων και του ΥΠ.ΠΟ, όσο και το τεχνικό γραφείο και το εργοτάξιο του έργου. Τα κονδύλια των πρώτων ετών των εργασιών της Επιτροπής ήταν πολύ περιορισμένα και οι πρώτες εργασίες χρηματοδοτήθηκαν εν μέρει από το ΥΠ.ΠΟ. και εν μέρει από την προεδρία της Δημοκρατίας.

Σημαντική υπήρξε το 1989 η ένταξη του έργου στα μεσογειακά προγράμματα της Περιφέρειας Πελοποννήσου. Έτσι, από το 1990 η Επιτροπή απέκτησε μικρά σχετικά με την έκταση του έργου, κονδύλια ικανά όμως για την αντιμετώπιση των άμεσων στερεωτικών προβλημάτων στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο του Μυστρά. Από το 1995 τέλος, με την ένταξη του έργου στα κοινοτικά προγράμματα της Ε.Ο.Κ. έγινε δυνατή η πλήρης εφαρμογή του προγράμματος της Επιτροπής, που αφορούσε πλέον σε έργα υποδομής (ανακατασκευής δρόμων, ηλεκτροδότησης, υδροδότησης), αναστήλωσης του κάστρου και των οχυρώσεων του οικισμού, αναστήλωσης και ανάδειξης των εκκλησιών και μεγάλες αναστηλωτικές εργασίες στα κτίρια κοσμικής αρχιτεκτονικής (στο παλάτι και στην οικία Λάσκαρη), καθώς και στερεωτικές εργασίες σε περισσότερες οικίες και ερείπια του οικισμού.

Για τη λειτουργία του εργοταξίου, η Επιτροπή προχώρησε άμεσα σε βασικές εργασίες υδροδότησης και ηλεκτροδότησης της περιοχής του παλατιού, οι οποίες σταδιακά επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές του αρχαιολογικού χώρου. Μετά την εκπόνηση μελέτης για την ηλεκτροδότηση του κάστρου και την υδροδότηση της δεξαμενής του από το δίκτυο της πόλης του Μυστρά, έγινε δυνατός ο ηλεκτροφωτισμός αλλά και η παροχή νερού στο μεγαλύτερο τμήμα του οικισμού με φυσική ροή. Η μελέτη αυτή επεκτάθηκε με το τμήμα που αφορά στην άνω πύλη, το παλάτι και την μονή της Οδηγήτριας, η οποία περιέλαβε δίκτυο ηλεκτροδότησης, υδροδότησης αλλά και αποχέτευσης λυμάτων, έτσι ώστε να γίνει δυνατή και η εγκατάσταση αποχωρητηρίων στο παλάτι και μελλοντικά στην άνω πύλη. Το έργο αυτό εκτελείται και θα περατωθεί στο τέλος του 2008.

Σημαντικές ήταν οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στους δρόμους και τα καλντερίμια του Μυστρά. Έτσι, ολοκληρώθηκε η στερέωση και η ανακατασκευή του δρόμου από την πάνω πύλη προς το κάστρο, καθώς και εκείνου από την πύλη της Μονεμβασίας προς την Παντάνασσα. Έγιναν επίσης βελτιώσεις σε περισσότερες περιοχές του οδικού δικτύου.

Μεγάλης έκτασης στερεωτικές και αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν στις οχυρώσεις του οικισμού. Έχουν ήδη ολοκληρωθεί οι εργασίες στερέωσης και προβολής του κάστρου, που αναδεικνύεται σε ένα από τα καλύτερα διατηρημένα οχυρά μνημεία της Πελοποννήσου. Σε μεγάλη έκταση, επίσης, έχουν στερεωθεί τα υπόλοιπα τμήματα του περιβόλου της επάνω και κάτω πόλης και προγραμματίζεται για τα προσεχή έτη η στερέωση των βραχωδών πρανών κάτω από αυτά.

Στις εκκλησίες ο προγραμματισμός των έργων είχε ως στόχο την προστασία τους από τις καιρικές συνθήκες αλλά και την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής τους. Τοποθετήθηκαν υαλοστάσια και νέες θύρες σε αυτές και προχώρησαν οι εργασίες υγρομόνωσης και ανακεράμωσης. Με νέα κεραμίδια βυζαντινού τύπου έχουν ήδη ανακεραμωθεί οι εκκλησίες της Παντάνασσας και του Αγίου Δημητρίου. Μετά τις εργασίες αυτές δύο βασικά μνημεία του χώρου απέκτησαν την παλαιά τους μορφή και όλα τα εκκλησιαστικά κτίρια του αρχαιολογικού χώρου είναι πλέον προφυλαγμένα με υαλοστάσια στα παράθυρα και νέες θύρες.

Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στην αναστήλωση των κτιρίων κοσμικής αρχιτεκτονικής. Προγραμματίστηκαν και εκτελέστηκαν εκτεταμένες στερεώσεις και εργασίες συντήρησης στο Παλατάκι, στην οικία Φραγκόπουλου, στο συγκρότημα πίσω από το παλάτι, καθώς και σε περισσότερα ερείπια κατοικιών στην άνω και κάτω πόλη. Αναστηλωτικές εργασίες εκτελούνται στην οικία Λάσκαρη. Η σχετική μελέτη τεκμηρίωσε πλήρως τη βυζαντινή μορφή της οικίας, όπως διαμορφώθηκε κατά το 15ο αιώνα. Ήδη έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή της στέγης και η διαμόρφωση της ανατολικής, κυρίας όψης και αναδεικνύεται στο κτίριο αυτό η βυζαντινή λειτουργία και η δεσπόζουσα στην κάτω πόλη αρχιτεκτονική μορφή του.

Μεγάλη έκταση έλαβαν οι αναστηλωτικές εργασίες του παλατιού. Στο μοναδικό αυτό συγκρότημα, μετά τη συμπλήρωση των τοιχοδομιών, των θόλων και των ξύλινων στεγών, διαμορφώθηκαν και συμπληρώθηκαν τα πώρινα πλαίσια των θυρών και παραθύρων από τεχνίτες του εργοταξίου. Ήδη ολοκληρώνονται οι βασικές αναστηλωτικές εργασίες με την ανακατασκευή της μεγάλης διώροφης στοάς στα νότια της πτέρυγας του θρόνου και υπό εκτέλεση βρίσκεται η τοποθέτηση των φύλλων και των υαλοστασίων των παραθύρων που κατασκευάστηκαν στα εργαστήρια του εργοταξίου.

Για την πραγματοποίηση των αναστηλωτικών εργασιών υπήρξε άμεση ανάγκη οργάνωσης ενός πλήρως εξοπλισμένου ξυλουργείου και σιδηρουργείου. Η ιδιαιτερότητα των ξύλινων κατασκευών και οι απαιτούμενες λεπτομέρειες σε σιδηρά εξαρτήματα μας οδήγησαν στον εξοπλισμό των εργαστηρίων αυτών με τα ανάλογα μηχανήματα και στη στελέχωσή τους με ικανούς τεχνίτες. Έτσι, έγινε δυνατή η προσαρμογή των κατασκευών στις ιδιαιτερότητες των εκάστοτε κτιρίων και της μεσαιωνικής δομής τους, με τις διάφορες ακανονιστίες και διαφοροποιήσεις.

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Αποδράσεις_Μονεμβασιά

η Ιστορία της Μονεμβασιάς

«…Η εντύπωση που μου έκανε ήταν ακόμα βαθύτερη από εκείνη που περίμενα. Έβλεπα ένα θεόρατο βράχο που ανέβαινε μέσα από τη θάλασσα…»
Κώστας Ουράνης
“Ταξίδια στην Ελλάδα”

Στα ανατολικά παράλια της Λακωνικής χερσονήσου, 20 ναυτικά μίλια από το ακρωτήριο Μαλέας και 84 από τον Πειραιά στέκεται η Μονεμβασία.

Ο επιβλητικός όγκος του βράχου αναπτύσσεται κάθετα στην απέναντι Λακωνική γη. Μια στενή λωρίδα γης και γέφυρα μήκους 130μ. (με αμαξωτό δρόμο μέγιστου πλάτους 6 μ), την ενώνει με την στεριά. Από το γεγονός της μόνης αυτής δυνατότητας σύνδεσής της με την ξηρά, πήρε και το όνομα της Μονεμβασιά (μόνη έμβαση).

Ο βράχος της Μονεμβασιάς είναι το αποτέλεσμα ενός ισχυρότατου σεισμού που τοποθετείται χρονολογικά γύρω στο Νοέμβριο του 375 μ.Χ. Η σεισμική δόνηση προκάλεσε μεγάλες αλλαγές στη γεωλογική διαμόρφωση του τοπίου. Τα παράλια της Λακωνικής χερσονήσου και ιδιαίτερα της περιοχής Επιδαύρου Λιμηράς, υπέστησαν καθίζηση. Μεγάλης ιστορικής σημασίας πόλεις, μερικώς ή ολικώς βυθίστηκαν, όπως η Πλύτρα, ο Ασωπός, οι Βοίες και η Επίδαυρος Λιμηράς. Στη Μονεμβασιά η καθίζηση έλαβε χώρα στα κράσπεδα του βράχου και μόνο προς τη δυτική πλευρά του, οπότε και τα νερά της θάλασσας τον κάλυψαν. Έτσι ο βράχος της Μονεμβασιάς από το «πέρας στενής και μακράς χερσονήσου» κατά τον Παυσανία αποκόπτεται από τη Λακωνική ακτή και παίρνει την μορφή νησίδας.

Ο βράχος της Μονεμβασιάς έχει μήκος 1500 μέτρα περίπου και μέγιστο πλάτος 600 μέτρα, ενώ το ύψος του αγγίζει τα 200 μ.. Η κορυφή του βράχου είναι επίπεδη, σαν μικρό οροπέδιο, ενώ οι πλάγιές του γύρω-γύρω σχηματίζουν κατακόρυφους γκρεμούς. Περιλαμβάνει τα δυο οχυρωμένα, αθέατα από την ξηρά, οικιστικά σύνολα, της Κάτω Πόλης, (ή οποία καταλαμβάνει έκταση 7.500 τ.μ.) και της Άνω Πόλης (έκτασης 120.000 τ.μ.), η οποία βρίσκεται στο κεκλιμένο πλάτωμα της κορυφής.

Το έδαφος είναι κατά βάση πετρώδες, άνυδρο και με αραιή βλάστηση. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ή Αθηνά Ταρσούλη : «Το πετροβουνό είναι χέρσο από παντού γιατί μέσα από το κορμί του καμιά νεροφλέβα δεν περνάει». Οι εδαφολογικές αυτές συνθήκες επηρέασαν καθοριστικά τόσο την αρχιτεκτονική τυπολογία των κτισμάτων που αναπτύχθηκαν στον οικισμό όσο και τα υλικά δόμησης αυτών. Ο βράχος προσέφερε απλόχερα την πέτρα του ως πρώτη ύλη για την οικοδόμηση σπιτιών, που απαραίτητα διέθεταν τουλάχιστον μια στέρνα το καθένα αφού μοναδική πηγή ύδρευσης της Πόλης ήταν το βρόχινο νερό.

Ο Nίκος Καζαντζάκης μια νύχτα που κατέφτασε στη Μονεμβασιά, την είδε ως «ένα φοβερό θεριό που ενέδρευε ξαπλωμένο μέσα στο νερό». Το δέος του Φώτη Κόντογλου ήταν παρόμοιο. Όταν την αντίκρισε το 1920 «…αγριεύτηκε και θάμαξε». Πράγματι, το σχήμα του βράχου που προσομοιάζει «τεράστια καρένα καραβιού» κατά τον Κώστα Ουράνη ή «πελώριο πολεμικό κράνος» σύμφωνα με το Στρατή Μυριβήλη, εντυπωσιάζει με τον όγκο και την διαχρονική επιβλητικότητά του. Παραμένει όμοιο και απαράλλαχτο στη διάρκεια των αιώνων, ανθεκτικότατο στο χρόνο και την ανθρώπινη επέμβαση, βοηθούμενο και από τη γεωμορφολογία του (εξαιρετικά απόκρημνο, συμπαγές και χέρσο).

Η Μονεμβασιά απαντάται ήδη από την προϊστορική περίοδο. Πρωτοκατοικήθηκε πριν από 8.000 χρόνια και πρόκειται για τον μοναδικό Πρωτοελλαδικό οικισμό στις ανατολικές ακτές της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς. Ο Πρωτοελλαδικός πολιτισμός συμπίπτει χρονολογικά με τον πρώτο Κυκλαδίτικο και τον Πρωτομινωικό πολιτισμό. Η Μονεμβασιά, τότε Άκρα Μινώα, που παρέμενε ακόμα στεριά και όχι διαμορφωμένο νησί, αποτέλεσμα σεισμού που έλαβε χώρα αιώνες αργότερα, αποτέλεσε τον ενδιάμεσο σταθμό ανάμεσα στις χερσαίες περιοχές της Ελλάδας και στο ήδη ακμάζον δίπτυχο Κυκλάδων – Κρήτης.

Η Μονεμβασιά συνεχίζει να αποτελεί νευραλγικό σημείο – σταθμό και κατά την διάρκεια της Μυκηναϊκής ή Υστεροελλαδικής εποχής, καθώς υπήρξε σπουδαίο Μυκηναϊκό κέντρο, εξελισσόμενη σε πελαγίσιο μονοπάτι μεταξύ του Μυκηναϊκού και Μινωικού πολιτισμού. Μεταπηδώντας χρονικά στον 4ο αιώνα μ.Χ., οπότε και αλλάζει ριζικά ο εδαφολογικός χάρτης της περιοχής, κατά τον ισχυρότατο σεισμό του 375μ.Χ., με την αποκοπή μέρους της στεριάς η Άκρα Μινώα, μετατρέπεται σε νησί, την Μονεμβασιά. Χρονικά της εποχής, παρέχουν σχετικά ασφαλείς πληροφορίες για τις συνθήκες κτίσης της πόλης πάνω στον βράχο.

Οι Λάκωνες που την κατοίκησαν αρχικά, το 582/583 μ.Χ., κατέφυγαν εκεί προκειμένου να αποφύγουν τις επιδρομές των Αβάρων και των Βησιγότθων. Το μέρος ενδείκνυτο καθώς ήταν παραθαλάσσιο, δυσπρόσιτο και προσφερόταν για οχύρωση. Η περιοχή που κατοικήθηκε εκείνη την περίοδο, ήταν ο Γουλάς, ή Πάνω Πόλη του βράχου.

Γουλάς ονομάστηκε από το αλβανικό «Γουλάς» που σημαίνει οχύρωμα ή, κατ’ άλλους, από τη λέξη Γουλί, λόγω της φαλακρότητας του εδάφους. Οι ανάγκες της εποχής καλούσαν για σύνθετα οχυρωματικά έργα. Τότε κατασκευάστηκε και η πρώτη γέφυρα που συνέδεε το νησί με την απέναντι στεριά. Οι επαφές της πόλης με τον υπόλοιπο κόσμο έγιναν πυκνότερες, με συνέπεια τον τραγικό αποδεκατισμό των κατοίκων της Μονεμβασιάς το 746 μ.Χ., εξαιτίας λοιμού που μεταδόθηκε από επιβάτες δύο πλοίων της Σικελίας που στάθμευσαν στο λιμάνι. Με την τελειοποίηση της άμυνας της και την φυσική της στρατηγική θέση, η πόλη διαθέτει κάθε λόγο να αποτελέσει κέντρο επιχειρήσεων και στρατιωτική βάση των Βυζαντινών. Το Βυζαντινό κράτος, από την αρχή απόδωσε στην Μονεμβασιά την προσήκουσα σημασία, καθιστώντας την διοικητική έδρα των αυτοκρατορικών κτίσεων στην Πελοπόννησο. Από νωρίς μετέχει και στα εκκλησιαστικά πράγματα, με τον πρώτο επίσκοπο της Μονεμβασιάς Πέτρο, να παρίσταται στην Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 787 μ.Χ.

Γύρω στο 878 μ.Χ., αναφέρεται η κτίση της Μονεμβασιάς ως ορμητήριο του βυζαντινού στόλου εναντίον των Αβάρων, υπό τον ναύαρχο Αδριανό και παρατηρείται δυναμική ανάπτυξη με έντονες ναυτικές και εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων. Δημιουργείται έτσι η Κάτω Πόλη, στη ΝΑ ακροθαλασσιά του νησιού, λίγο μετά το 900 μ.Χ., περίπου 300 χρόνια από την χρονολογία κτίσης της Μονεμβασιάς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η Μονεμβασιά, αποτελούσε το αντικείμενο του πόθου επίδοξων κατακτητών, οι οποίοι, συνειδητοποιώντας την γεωπολιτική της σημασία, διαρκώς προχωρούσαν σε απόπειρες να τη θέσουν υπό την κυριαρχία τους.

Η πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη πολιορκία που δέχτηκε η πόλη, έλαβε χώρα το 1147μ.Χ., από τον ναύαρχο του βασιλιά της Σικελίας, Ρογήρο Β΄. Η προσπάθεια του ναυάρχου Αντιοχέα, αποδείχτηκε μάταιη και ξεκινά η μακρά ακολουθία των ξένων δυνάμεων που επιβουλεύτηκαν την Μονεμβασιά. Μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια, εξετάζοντας την ιστορία της περιοχής ανά τους αιώνες που ακολούθησαν, ότι η μοίρα της Μονεμβασιάς, συνδεόταν παράλληλα με τις σφαίρες επιρροής των εκάστοτε Μεγάλων Δυνάμεων. Συναντάμε έτσι την Μονεμβασιά κατά περιόδους υπό τους Φράγκους, τους Βυζαντινούς, τους Ενετούς, τον Πάπα, τους Τούρκους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περίοδοι κατοχής, εναλλάσσονταν μεταξύ τους, έτσι ώστε να έχουμε, Α’, Β’ και Γ’ περίοδο Ενετοκρατίας, Α΄ και Β΄ περίοδο Τουρκοκρατίας. Διαφαίνεται η σημασία που αποδιδόταν στο ρόλο της Μονεμβασιάς, η οποία δεν αφηνόταν ποτέ στην ησυχία της. Η παραμικρή διατάραξη ισορροπιών μεταξύ των Δυνάμεων της εποχής, την επηρέαζε άμεσα. Το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά στους κατοίκους της Μονεμβασιάς, οι οποίοι, μέσα στο πλαίσιο όλων αυτών των εξελίξεων, προσπάθησαν και διατήρησαν την ταυτότητά τους. Υποστήριζαν τις θέσεις τους και καθώς αντιστέκονταν δυναμικά, επετύγχαναν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους για σχετική αυτονομία και διατήρηση των προτέρων προνομίων τους.

Όταν το 1204 μ.Χ. οι Φράγκοι καταλύουν το βυζαντινό κράτος και γίνεται διανομή των εδαφών, η Πελοπόννησος αντιστέκεται σθεναρά και η Μονεμβάσια ακόμα περισσότερο. Ενδεικτικό είναι ότι παρέμεινε απόρθητη για περισσότερο από 40 χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων βαλλόταν συνεχώς. Είχε γίνει πλέον θέμα τιμής για τους μεσαιωνικούς Φράγκους ιππότες, η κατάληψη του Κάστρου. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο, η θέληση των κατοίκων ωστόσο να παραμείνουν ελεύθεροι, ήταν ακατάβλητη. Αφού αποδείχτηκε ότι η κατάληψη του κάστρου «δια των όπλων» ήταν αδύνατη, επιλέχτηκε η «δια της πείνας» οδός. Το αποκορύφωμα ήρθε κατά την διάρκεια του τρίχρονου πλήρους αποκλεισμού της πόλης από στεριά και θάλασσα.(Τα χρονικά της εποχής εξυμνούν την αυτοθυσία των κατοίκων οι οποίοι, όπως περιγράφει και το ‘Χρονικό του Μορέως’: «ουκ είχαν τι να φάγουν, εφάγασιν τους ποντικούς ομοίως και τα κατσία»). Παρόλο που οι αμυνόμενοι είχαν φτάσει στα όριά τους, η δεινή τους θέση, δεν τους έκαμψε και αντέταξαν τους όρους τους απέναντι στους επίσης κουρασμένους και αποθαρρυμένους Φράγκους. Οι Φράγκοι, με επικεφαλής τον Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο, που είχε ορκιστεί στο σπαθί του να μην φύγει ποτέ αν δεν καταλάβει το Κάστρο της Μονεμβασιάς και μην έχοντας επιτύχει κανένα πλεονέκτημα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, ικανοποίησαν με ανακούφιση όλους τους όρους και στα τέλη του 1248 μ.Χ., μπήκαν επιτέλους στο Κάστρο. Οι όροι συμπεριλάμβαναν τη διατήρηση της ελευθερίας τους, την απαλλαγή από την φορολογία και από την υποχρέωση να υπηρετούν στο στράτευμα του κατακτητή. Γρήγορα όμως, μόλις 10 χρόνια αργότερα, η Βυζαντινή αυτοκρατορία επανακάμπτει.

Η Μονεμβασιά ελευθερώνεται και το Βυζάντιο ξαναποκτά το σημαντικό του προγεφύρωμα στην Πελοπόννησο, με στόχο την τελική εκδίωξη των Φράγκων από την περιοχή. Η Κωνσταντινούπολη υποστηρίζει με κάθε τρόπο το προπύργιό της. Παραχωρούνται διοικητικά, εκκλησιαστικά και οικονομικά προνόμια στη Μονεμβασιά, με ειδικά αυτοκρατορικά Διατάγματα. Σε αυτά εξασφαλιζόταν τελωνιακή ατέλεια στα Μονεμβασίτικα εμπορεύματα, φορολογικές απαλλαγές και ελεύθερη κίνηση των πλοίων της πόλης χωρίς καμιά οικονομική υποχρέωση σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας.

Η περιοχή ακμάζει εξαιρετικά, σε τέτοιο σημείο που το χρονικό διάστημα μεταξύ 13ου και 14ου αιώνα να αποκαλείται ο χρυσός αιώνας της πόλης. Στα κείμενα απαντάται ως το «περιώνυμο άστυ». Κατά την περίοδο αυτή στην περιορισμένη έκταση του βράχου, υπήρχαν 8.000 κατοικίες και 40 εκκλησίες, οπότε και υιοθετήθηκαν οι θολωτές καμάρες και οι δρομικές, έτσι ώστε ακόμα και οι δρόμοι να αξιοποιηθούν οικοδομικά. Στην πόλη διαμένουν κατά καιρούς, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες και ο γιος του Διοικητή της Μονεμβασιάς, Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, στέφεται αυτοκράτορας του Βυζαντίου το 1341 μ.Χ.

Η οικονομία της Μονεμβασιάς είναι ιδιαίτερα ανθηρή αυτή την περίοδο. Εξαιτίας και των ειδικών προνομίων, «έρρεεν ο χρυσός και ο άργυρος εις το πολύβοο παζάρι της Μονεμβασιάς…», σύμφωνα με την περιγραφή του Μητσάκη και η Βενετία της Ανατολής (χαρακτηρισμός της Μονεμβασιάς εκείνη την εποχή), έχει κάθε λόγο να ευημερεί, με την φήμη της να ξεπερνά τα σύνορα του Βυζαντίου, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Η κινητικότητα του εμποροναυτικού στόλου που διαθέτει, συντείνει και στις εξαγωγές του περίφημου κρασιού μαλβάζια (vinum malvasium) που ήταν προϊόν τοπικής προέλευσης, αποτελούσε αγαθό πολυτελείας και χρησιμοποιείτο στα τραπέζια ηγεμόνων και βασιλέων. Το κρασί αυτό προερχόταν από την ποικιλία θράψα, ήταν χρώματος ασπροκόκκινου και γλυκό στην γεύση. Παρασκευαζόταν από οινοποιούς της περιοχής, αποκαλείτο δε «ο ανθοσμίας των αρχαίων(Είναι γνωστή η αναφορά του Shakespeare στο συγκεκριμένο κρασί, στο έργο του «Ριχάρδος ο Γ΄»). Δυστυχώς για εμάς τους νεότερους, ο τρόπος παρασκευής του συγκεκριμένου κρασιού παραμένει άγνωστος, καθώς οι Τούρκοι απαγόρευσαν την παραγωγή του το 1545.