η πηγή που έγινε λίμνη
Εν αρχή ήν η γούρνα της βαβάς. Στο βόρειο άκρο του οροπεδίου υπήρχε μια πηγή, η «γούρνα της βαβάς», όπως την ονομάτιζαν, τα παλιά τα χρόνια. Ανάβλυζε νερό πολύ και με τη βοήθεια των γύρω ποταμών γέμιζε τον παππού Μέγδοβα. Αυτός βαρύς από το καθημερινό φορτίο του ξέφευγε από το χαμηλότερο σημείο της πεδιάδας και κατρακυλούσε με θόρυβο. Μετά ήρθε το όραμα. Αθόρυβα, όπως όλες οι μεγάλες ιδέες.
Η λίμνη αποτελεί την υλοποίηση μιας ιδέας που συνέλαβε στα 1925 ο Νικόλαος Πλαστήρας. Η υλοποίηση όμως της ιδέας του αυτής ξεκίνησε μετά το θάνατό του, προς το τέλος της δεκαετίας του '50, με την κατασκευή του φράγματος.
Κανένας δεν είχε φανταστεί το 1959 ότι αυτό το έργο που δημιουργήθηκε για να αρδεύει και να υδρεύει τον κάμπο της Καρδίτσας, θα έκρυβε μέσα του τόση ζωή και θα γινόταν ένα βιότοπος με εξαιρετική σημασία. Η μεγάλη τεχνητή λίμνη του Ταυρωπού, με τις δαντελωτές δασοσκέπαστες όχθες της, είναι σήμερα γνωστή περισσότερο ως λίμνη Πλαστήρα. Στα ανατολικά, εκεί όπου οι ορεινές απολήξεις συναντούν τον κάμπο, θα συναντήσουμε λείψανα αρχαίων πόλεων, βυζαντινά κάστρα και μοναστήρια.
Η λίμνη έχει μέγιστο μήκος 14 χλμ।, μέγιστο πλάτος 4 χλμ., μέγιστο βάθος 60 μέτρα και χωρητικότητα 400 εκατ. κυβικά μέτρα νερού σε συνολική επιφάνεια 24.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Με ειδικό αγωγό το νερό της λίμνης μεταφέρεται από το υψόμετρο των 700 μέτρων χαμηλά προς τον κάμπο δίνοντας κίνηση στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο της ΔΕΗ παραγωγής 40MWH την εβδομάδα. Η παροχέτευση νερού από τη λίμνη ανέρχεται στα 800.000 κ.μ. για άρδευση του κάμπου 38 οικισμών του νομού και ύδρευση της πόλης της Καρδίτσας.
Τα ποτάμια που ξεκινούν από τις βουνοκορυφές για να καταλήξουν στη λίμνη δημιουργούν γύρω τους ένα διαφορετικό κόσμο με τις ιτιές και τα πλατάνια και τα σκλήθρα, δίνοντας τον δικό τους τόνο στο τοπίο, με άλλου είδους ήχους ορμητικούς και έντονους. Τα καθαρά νερά τους σου επιτρέπουν να καθρεφτιστείς, να δεις τα ψάρια τους, και να πιεις από το παγωμένο νερό τους. Περπατώντας μέσα στα πυκνά δάση της περιοχής, θα δεις τα βότανα που τόσο επιδέξια χρησιμοποιούν οι κάτοικοι των χωριών φτιάχνοντας ένα δικό τους "φαρμακείο" δανεισμένο εξ ολοκλήρου από τη φύση.
Ανάμεσα τους υπάρχουν μερικά σπάνια είδη και άλλα τα οποία είναι ενδημικά που μας θυμίζουν ότι το πέρασμα στη γειτονική Ήπειρο τα αφήνει πίσω για να τονίσει τα όρια της γεωγραφικής εξάπλωσής τους.
Η συλλογή της ρίγανης, της μέντας, του θυμαριού και του τσαγιού αποτελούν για τους κατοίκους καθημερινή απασχόληση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ενώ στις αρχές του φθινοπώρου, το ενδιαφέρον τους μονοπωλεί η εξασφάλιση του καύσιμου ξύλου που αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από βελανιδιά και έλατο.
Οι εργασίες του χειμώνα για τους κατοίκους των ορεινών χωριών, περιορίζονται στην συλλογή καρπών και στην περιποίηση των σταβλισμένων πια ζώων, ενώ η πρώτη αχτίδα της άνοιξης θα τους βρει στους κήπους και τα χωράφια να καλλιεργούν τα παραδοσιακά προϊόντα της περιοχής.
Σε μερικά από τα χωριά, η άροση της γης γίνεται ακόμη με το άροτρο και την παραδοσιακή ξυλόπλεκτη "σβάρνα" που σέρνουν βόδια ή άλογα μια και η προσέγγιση του χωραφιού με μηχανικά μέσα είναι αδύνατη.
Όπως όμως και να την προσεγγίσει κανείς η περιοχή συστήνεται ως το απόλυτο τοπίο ηρεμίας και ομορφιάς.
Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010
Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010
Αποδράσεις_Μέτσοβο
η "αρκούδα" ανάμεσα στα δυο βουνά
Ταξίδεψαμε στο γραφικό (και πανέμορφο) Μέτσοβο, συγκεντρώσαμε όσες περισσότερες πληροφορίες μπορέσαμε – αφού το κρασί και η εκπληκτική θέα μάς είχαν αποσυντονίσει τελείως – καταλήγοντας για ακόμα μία φορά στο συμπέρασμα ότι το Μέτσοβο είναι απλώς ... πανέμορφο κάθε εποχή του χρόνου.
Μία ώρα από τα Γιάννενα, σε απόσταση αναπνοής από δύο χιονοδρομικά κέντρα, το Μέτσοβο μπορεί να έχει τη φήμη του χειμερινού θέρετρου και να προσελκύει τους περισσότερους κυρίως εκείνους τους μήνες του χρόνου, παραμένει όμως κλασικά παραδοσιακό.
Κατά τη γνώμη μας έχει την ιδιαιτερότητα να μεταμορφώνεται ανάλογα με την εποχή, να παίρνει ένα ξεχωριστό κάθε φορά «χρώμα» και να κλέβει όχι μόνο τις εντυπώσεις, αλλά και την καρδιά κάθε επισκέπτη.
Για την ονομασία του υπάρχουν 2 εκδοχές. Κατά την πρώτη θεωρείται ότι η ονομασία έχει σλαβική προέλευση (mets+ovo = το χωριό των αρκούδων), ενώ κατά την άλλη θεωρείται ότι προέρχεται από την συνένωση των ελληνικών λέξεων μεσο+βούνι, λόγω της γεωγραφικής του θέσης ανάμεσα σε δυο βουνά.
Με έντονο το παραδοσιακό στοιχείο, πετρόχτιστα σπίτια, πλακόστρωτα δρομάκια, παλιές παραδοσιακές βρύσες και κυρίως με τους ευγενικούς και φιλόξενους κατοίκους του, το Μέτσοβο δεν θυμίζει σε τίποτα τουριστικό θέρετρο.
Το εντυπωσιακό τοπίο και η ομορφιά του χωριού διατηρούνται αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου και κυρίως ... των επισκεπτών.
Τι εννοούμε; Ότι ναι μεν το Μέτσοβο αποτελεί πόλο έλξης για πολλούς, σε καμία περίπτωση όμως δεν έχει χάσει την ταυτότητά του. Αντιθέτως, διατηρεί το παραδοσιακό στοιχείο που μας κάνει να αναπολούμε το δικό μας «χωριό».
πηγή: http://www.in2life.gr/escape/destinations/articles/118064/article.aspx
________________________________________
Η Ιστορία
Το Μέτσοβο είναι χτισμένο αμφιθεατρικά σε υψόμετρο 1.156 μέτρων σε μια από τις ψηλότερες βουνοκορφές της Πίνδου. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας με πληθυσμό περίπου 6.000 κατοίκους και αναφέρεται για πρώτη φορά το 1380μ.Χ. στο χρονικό των αυτάδελφων Φιλανθρωπινών Πρόκλου και Κομνηνού.
Αρχικά ήταν ένας πολύ μικρός συνοικισμός ποιμένων αλλά λόγω και της σημαντικής του γεωγραφικής θέσης αναπτύχθηκε γρήγορα σε διάφορους τομείς ακόμη και σε δύσκολες εποχές. Από το 1430 ως το 1795 η πόλη και η γύρω περιοχή είχε πάρα πολλά προνόμια από το Οθωμανικό Κράτος κυρίως λόγω καλής συμπεριφοράς, αποτελώντας μάλιστα μια αυτόνομη δημοκρατική πολιτεία μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τα προνόμια του Μετσόβου πάντως καταργήθηκαν το 1795 από το συγκεντρωτικό κράτος του Αλή Πασά. Εξαίρεση αποτέλεσε η Πατριαρχική Εξαρχία η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1924. Το Μέτσοβο καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στις 27 Μαρτίου 1854 από τα τουρκικά στρατεύματα του Αβδή Πασά. Πρόκειται για τον περίφημο “Χαλασμό του Γρίβα”. Μετά την πάροδο αυτή και χάρη στους πολλούς ευεργέτες που ανέδειξε η πόλη σύντομα σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος. Το 1912 η πόλη απελευθερώθηκε από τους Τούρκους.
Η πόλη στη σύγχρονη εποχή αναπτύχθηκε οικονομικά και πολιτιστικά σε μεγάλο βαθμό από τη στήριξη που έδωσε το Ίδρυμα Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα (που δημιουργήθηκε το 1948) από τον ίδιο τον ευεργέτη και την ενθάρρυνση του Ευάγγελου Αβέρωφ Τοσίτσα. Ανάμεσα στα υπόλοιπα ιστορικά ονόματα της πόλης διακρίνονται οι Γεώργιος Αβέρωφ, Νικόλαος Στουρνάρας, Κυριάκος Φλώκας, Δημήριος Ίπατρος και πολλοί ακόμα.
Το να απολαμβάνει κανείς μικρά, απλά πράγματα όπως η ζεστασιά του ήλιου μέσα στο χειμώνα, οι ξεχωριστές γεύσεις που «γαργαλούν» τον ουρανίσκο, η καλή παρέα και ένα τοπίο ... μαγευτικό είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να ζητήσει. Κυρίως για Χριστουγεννιάτικο .
Ταξίδεψαμε στο γραφικό (και πανέμορφο) Μέτσοβο, συγκεντρώσαμε όσες περισσότερες πληροφορίες μπορέσαμε – αφού το κρασί και η εκπληκτική θέα μάς είχαν αποσυντονίσει τελείως – καταλήγοντας για ακόμα μία φορά στο συμπέρασμα ότι το Μέτσοβο είναι απλώς ... πανέμορφο κάθε εποχή του χρόνου.
Μία ώρα από τα Γιάννενα, σε απόσταση αναπνοής από δύο χιονοδρομικά κέντρα, το Μέτσοβο μπορεί να έχει τη φήμη του χειμερινού θέρετρου και να προσελκύει τους περισσότερους κυρίως εκείνους τους μήνες του χρόνου, παραμένει όμως κλασικά παραδοσιακό.
Κατά τη γνώμη μας έχει την ιδιαιτερότητα να μεταμορφώνεται ανάλογα με την εποχή, να παίρνει ένα ξεχωριστό κάθε φορά «χρώμα» και να κλέβει όχι μόνο τις εντυπώσεις, αλλά και την καρδιά κάθε επισκέπτη.
Για την ονομασία του υπάρχουν 2 εκδοχές. Κατά την πρώτη θεωρείται ότι η ονομασία έχει σλαβική προέλευση (mets+ovo = το χωριό των αρκούδων), ενώ κατά την άλλη θεωρείται ότι προέρχεται από την συνένωση των ελληνικών λέξεων μεσο+βούνι, λόγω της γεωγραφικής του θέσης ανάμεσα σε δυο βουνά.
Με έντονο το παραδοσιακό στοιχείο, πετρόχτιστα σπίτια, πλακόστρωτα δρομάκια, παλιές παραδοσιακές βρύσες και κυρίως με τους ευγενικούς και φιλόξενους κατοίκους του, το Μέτσοβο δεν θυμίζει σε τίποτα τουριστικό θέρετρο.
Το εντυπωσιακό τοπίο και η ομορφιά του χωριού διατηρούνται αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου και κυρίως ... των επισκεπτών.
Τι εννοούμε; Ότι ναι μεν το Μέτσοβο αποτελεί πόλο έλξης για πολλούς, σε καμία περίπτωση όμως δεν έχει χάσει την ταυτότητά του. Αντιθέτως, διατηρεί το παραδοσιακό στοιχείο που μας κάνει να αναπολούμε το δικό μας «χωριό».
πηγή: http://www.in2life.gr/escape/destinations/articles/118064/article.aspx
________________________________________
Η Ιστορία
Το Μέτσοβο είναι χτισμένο αμφιθεατρικά σε υψόμετρο 1.156 μέτρων σε μια από τις ψηλότερες βουνοκορφές της Πίνδου. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας με πληθυσμό περίπου 6.000 κατοίκους και αναφέρεται για πρώτη φορά το 1380μ.Χ. στο χρονικό των αυτάδελφων Φιλανθρωπινών Πρόκλου και Κομνηνού.
Αρχικά ήταν ένας πολύ μικρός συνοικισμός ποιμένων αλλά λόγω και της σημαντικής του γεωγραφικής θέσης αναπτύχθηκε γρήγορα σε διάφορους τομείς ακόμη και σε δύσκολες εποχές. Από το 1430 ως το 1795 η πόλη και η γύρω περιοχή είχε πάρα πολλά προνόμια από το Οθωμανικό Κράτος κυρίως λόγω καλής συμπεριφοράς, αποτελώντας μάλιστα μια αυτόνομη δημοκρατική πολιτεία μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τα προνόμια του Μετσόβου πάντως καταργήθηκαν το 1795 από το συγκεντρωτικό κράτος του Αλή Πασά. Εξαίρεση αποτέλεσε η Πατριαρχική Εξαρχία η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1924. Το Μέτσοβο καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στις 27 Μαρτίου 1854 από τα τουρκικά στρατεύματα του Αβδή Πασά. Πρόκειται για τον περίφημο “Χαλασμό του Γρίβα”. Μετά την πάροδο αυτή και χάρη στους πολλούς ευεργέτες που ανέδειξε η πόλη σύντομα σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος. Το 1912 η πόλη απελευθερώθηκε από τους Τούρκους.
Η πόλη στη σύγχρονη εποχή αναπτύχθηκε οικονομικά και πολιτιστικά σε μεγάλο βαθμό από τη στήριξη που έδωσε το Ίδρυμα Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα (που δημιουργήθηκε το 1948) από τον ίδιο τον ευεργέτη και την ενθάρρυνση του Ευάγγελου Αβέρωφ Τοσίτσα. Ανάμεσα στα υπόλοιπα ιστορικά ονόματα της πόλης διακρίνονται οι Γεώργιος Αβέρωφ, Νικόλαος Στουρνάρας, Κυριάκος Φλώκας, Δημήριος Ίπατρος και πολλοί ακόμα.
Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010
Αποδράσεις_Ναύπακτος
Το ταξίδι στη Ναύπακτο
Το όνομα Ναύπακτος εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ιστορία το 1104 π.Χ., όταν οι Δωριείς καταφθάνουν στη Ναύπακτο και κατασκευάζουν πλοία (ναυς+πήγνυμι = κατασκευάζω πλοίο), για να περάσουν στην απέναντι Πελοποννησιακή ακτή.
Χάρη στη γεωγραφική της θέση, στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, υπήρξε συχνά το μήλον της έριδος. Το 454 π.Χ., οι Αθηναίοι, με αρχηγό τον ναύαρχο Τολμίδη, καταλαμβάνουν τη Ναύπακτο και εγκαθιστούν στην πόλη τους συμμάχους τους Μεσσήνιους. Οι Μεσσήνιοι όμως αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ναύπακτο αμέσως μετά την ήττα των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς.
Στην μακραίωνη ιστορία της, πολλοί διεκδικούν τον έλεγχο της πόλης. Οι Αθηναίοι, οι Αχαιοί, οι Θηβαίοι κι οι Μακεδόνες την κερδίζουν ενώ, λόγω της σπουδαίας στρατηγικής της θέσης, αποτελεί για ένα διάστημα την πρώτη πόλη της Αιτωλικής Συμπολιτείας και τον τόπο συγκέντρωσης των αντιπροσώπων των πόλεων που την συναποτελούσαν.
Το έτος 217 π.Χ. στα Κοίλα της Ναυπάκτου, πραγματοποιήθηκε ιστορικό συνέδριο ειρήνης και κάλεσμα ενότητας των Ελλήνων. Εκεί ακούστηκε ο λόγος του Αγέλαου, που προειδοποιούσε για τη θύελλα που ερχόταν από τη Δύση
Στους μεταχριστιανικούς αιώνες, οι Ούννοι, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι και οι Σαρακηνοί επιδρομείς, λεηλατούν την περιοχή της Ναυπάκτου, με αποτέλεσμα η πόλη να οδηγηθεί στην αφάνεια και τον οικονομικό μαρασμό.
Το 1210, η πόλη προσαρτάται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, οπότε και αρχίζει μια νέα περίοδος ακμής.
Το 1407, η Ναύπακτος κυριεύεται από τους Ενετούς και παραμένει στην κατοχή τους για 92 χρόνια. Το χρονικό αυτό διάστημα, στην πόλη κατασκευάζονται νέα κτίρια, εμπορικοί σταθμοί, αποθήκες, ενώ το κάστρο συντηρείται, ενισχύεται, και αποκτά την σημερινή του μορφή. Είναι το μοναδικό κάστρο στην Ευρώπη με πέντε αμυντικά διαζώματα, πέντε αμυντικές ζώνες, δηλαδή.
Παρόλα αυτά, το 1499, η πόλη περιέρχεται στα χέρια των Οθωμανών. Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄, θέλοντας να εξασφαλίσει την είσοδο του Κορινθιακού από ενδεχόμενη δυτική επίθεση, χτίζει στα δυτικά της πόλης τα δίδυμα κάστρα του Ρίου και του Αντιρρίου, τα επωνομασθέντα και «Μικρά Δαρδανέλλια».
Σταθμό στην ιστορία της Ναυπάκτου αποτελεί το έτος 1571. Στην θαλάσσια περιοχή, που τότε ήταν γνωστή ως «Κόλπος της Ναυπάκτου», διεξάγεται μια από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες της παγκόσμιας ναυτικής ιστορίας, η «Ναυμαχία της Ναυπάκτου». Η γρήγορη κατάκτηση των ελεύθερων περιοχών της Μεσογείου από τους Οθωμανούς πιέζει τους Χριστιανούς ηγεμόνες της Δύσης. Μπροστά στο θανάσιμο κίνδυνο τα ναυτικά κράτη της Βενετίας, της Ισπανίας, του Βατικανού και της Μάλτας ένωνουν τους στόλους τους και με τις ευλογίες του Πάπα Πίου του Ε΄, βρίσκονται αντιμέτωποι με τον Οθωμανικό στόλο. Οι δύο στόλοι συναντιώνται, στις 7 Οκτωβρίου 1571, στον Κόλπο της Ναυπάκτου. Η νίκη των χριστιανικών δυνάμεων υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές νίκες της ιστορίας και κατά πολλούς η αρχή της οριστικής κάμψης της οθωμανικής ισχύος.
Το 1699 οι Οθωμανοί ανακαταλαμβάνουν την Ναύπακτο και η πόλη αρχίζει να παρακμάζει.
Η Ναύπακτος απελευθερώνεται, οριστικά το 1829, από τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, τον αδελφό του Κυβερνήτη Ιωάννη.
Το όνομα Ναύπακτος εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ιστορία το 1104 π.Χ., όταν οι Δωριείς καταφθάνουν στη Ναύπακτο και κατασκευάζουν πλοία (ναυς+πήγνυμι = κατασκευάζω πλοίο), για να περάσουν στην απέναντι Πελοποννησιακή ακτή.
Χάρη στη γεωγραφική της θέση, στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, υπήρξε συχνά το μήλον της έριδος. Το 454 π.Χ., οι Αθηναίοι, με αρχηγό τον ναύαρχο Τολμίδη, καταλαμβάνουν τη Ναύπακτο και εγκαθιστούν στην πόλη τους συμμάχους τους Μεσσήνιους. Οι Μεσσήνιοι όμως αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ναύπακτο αμέσως μετά την ήττα των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς.
Στην μακραίωνη ιστορία της, πολλοί διεκδικούν τον έλεγχο της πόλης. Οι Αθηναίοι, οι Αχαιοί, οι Θηβαίοι κι οι Μακεδόνες την κερδίζουν ενώ, λόγω της σπουδαίας στρατηγικής της θέσης, αποτελεί για ένα διάστημα την πρώτη πόλη της Αιτωλικής Συμπολιτείας και τον τόπο συγκέντρωσης των αντιπροσώπων των πόλεων που την συναποτελούσαν.
Το έτος 217 π.Χ. στα Κοίλα της Ναυπάκτου, πραγματοποιήθηκε ιστορικό συνέδριο ειρήνης και κάλεσμα ενότητας των Ελλήνων. Εκεί ακούστηκε ο λόγος του Αγέλαου, που προειδοποιούσε για τη θύελλα που ερχόταν από τη Δύση
Στους μεταχριστιανικούς αιώνες, οι Ούννοι, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι και οι Σαρακηνοί επιδρομείς, λεηλατούν την περιοχή της Ναυπάκτου, με αποτέλεσμα η πόλη να οδηγηθεί στην αφάνεια και τον οικονομικό μαρασμό.
Το 1210, η πόλη προσαρτάται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, οπότε και αρχίζει μια νέα περίοδος ακμής.
Το 1407, η Ναύπακτος κυριεύεται από τους Ενετούς και παραμένει στην κατοχή τους για 92 χρόνια. Το χρονικό αυτό διάστημα, στην πόλη κατασκευάζονται νέα κτίρια, εμπορικοί σταθμοί, αποθήκες, ενώ το κάστρο συντηρείται, ενισχύεται, και αποκτά την σημερινή του μορφή. Είναι το μοναδικό κάστρο στην Ευρώπη με πέντε αμυντικά διαζώματα, πέντε αμυντικές ζώνες, δηλαδή.
Παρόλα αυτά, το 1499, η πόλη περιέρχεται στα χέρια των Οθωμανών. Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄, θέλοντας να εξασφαλίσει την είσοδο του Κορινθιακού από ενδεχόμενη δυτική επίθεση, χτίζει στα δυτικά της πόλης τα δίδυμα κάστρα του Ρίου και του Αντιρρίου, τα επωνομασθέντα και «Μικρά Δαρδανέλλια».
Σταθμό στην ιστορία της Ναυπάκτου αποτελεί το έτος 1571. Στην θαλάσσια περιοχή, που τότε ήταν γνωστή ως «Κόλπος της Ναυπάκτου», διεξάγεται μια από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες της παγκόσμιας ναυτικής ιστορίας, η «Ναυμαχία της Ναυπάκτου». Η γρήγορη κατάκτηση των ελεύθερων περιοχών της Μεσογείου από τους Οθωμανούς πιέζει τους Χριστιανούς ηγεμόνες της Δύσης. Μπροστά στο θανάσιμο κίνδυνο τα ναυτικά κράτη της Βενετίας, της Ισπανίας, του Βατικανού και της Μάλτας ένωνουν τους στόλους τους και με τις ευλογίες του Πάπα Πίου του Ε΄, βρίσκονται αντιμέτωποι με τον Οθωμανικό στόλο. Οι δύο στόλοι συναντιώνται, στις 7 Οκτωβρίου 1571, στον Κόλπο της Ναυπάκτου. Η νίκη των χριστιανικών δυνάμεων υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές νίκες της ιστορίας και κατά πολλούς η αρχή της οριστικής κάμψης της οθωμανικής ισχύος.
Το 1699 οι Οθωμανοί ανακαταλαμβάνουν την Ναύπακτο και η πόλη αρχίζει να παρακμάζει.
Η Ναύπακτος απελευθερώνεται, οριστικά το 1829, από τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, τον αδελφό του Κυβερνήτη Ιωάννη.
Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010
Αποδράσεις_Καστοριά
Καστοριά
Σύμφωνα με την παράδοση, στην τοποθεσία όπου σήμερα βρίσκεται η πόλη της Καστοριάς, στα προχριστιανικά χρόνια υπήρχε η μία από τις δύο γνωστές πόλεις της Ορεστίδος, το Κέλετρον ή Κήλητρον.
Το όνομα προέρχεται από το ρήμα κηλώ=θέλγω. Η πόλη υπήρξε πρωτεύουσα των Ορεστών Μακεδόνων, κτίστηκε από Αιολείς αποίκους, και πολιορκήθηκε από τους Ρωμαίους στον πόλεμο εναντίον του Φιλίππου Ε’ (200 π.Χ.)
Αναφορά στην πόλη με το όνομα Κήλητρον γίνεται από τον ιστορικό Τίτο Λίβιο.
Το 300 μ.Χ. ο Διοκλητιανός ανοικοδόμησε το φρούριο και τα τείχη της πόλης. Ο ιστορικός Προκόπιος αναφέρει την ακμή και, αργότερα, την καταστροφή μιας πόλης, της Διοκλητιανούπολης, που βρίσκεται στη χερσόνησο της λίμνης.
Ο ίδιος αναφέρει ακόμα πως ο Ιουστινιανός την ξανάχτισε, την οχύρωσε και την μετονόμασε σε Ιουστινιανούπολη.
Τη λέξη Καστοριά αναφέρει για πρώτη φορά τον 6ο αιώνα π.Χ. ο Προκόπιος, σαν όνομα όμως της λίμνης και όχι της πόλης. Για την ονομασία υπάρχουν πολλές εκδοχές.
Το πιθανότερο είναι πως η πόλη πήρε το όνομά της από την λίμνη, και αυτή από τους κάστορες που ζούσαν στις όχθες της.
Ο ιστορικός Σκυλίτζης μας πληροφορεί για την κατάληψη της πόλης από τους Βουλγάρους το 990. Η ανακατάληψη έγινε το 1018 από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο.
Το 1082 την κατέλαβαν οι Νορμανδοί και ένα χρόνο αργότερα, το φθινόπωρο του 1083, Ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός ανακατέλαβε την Καστοριά. Τότε άρχισε για την πόλη ένα διάστημα μακρόχρονης ειρήνης που είχε ως αποτέλεσμα μια αξιοσημείωτη οικονομική και πολιτιστική ακμή.
Κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα, η ανάπτυξη του εμπορίου, λόγω της γεωγραφικής θέσης της Καστοριάς, δημιούρησε τις προϋποθέσεις για μια αξιόλογη πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση.
Το 1385 η πόλη καταλαμβάνεται από τους Τούρκους και είναι άξιο προσοχής ότι η πολιτιστική δημιουργία όχι μόνο δεν διακόπτεται, αλλά, αντίθετα, οικοδομούνται νέες εκκλησίες και διακοσμούνται από αξιόλογους καλλιτέχνες.
Κατά τον 15ο αιώνα, η Καστοριά πληθυσμιακά συγκαταλέγεται στις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων. Οι κάτοικοί της είναι Χριστιανοί, Τούρκοι και Εβραίοι. Από τα μέσα του 15ου αιώνα υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη στην Καστοριά συνοικιών ραφτών, χρυσοχόων και γουναράδων.
Η επεξεργασία της γούνας, όπως και σήμερα, προφανώς απασχολούσε μεγάλο αριθμό βιοτεχνών, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τις εμπορικές επαφές με μεγάλα κέντρα της Ευρώπης (Βιέννη, Βουδαπέστη, Βενετία, Μόσχα) όπου οι Καστοριανοί ίδρυσαν ονομαστές παροικίες.
Η Καστοριά, από τον 16ο αιώνα, διατηρούσε δημόσιο σχολείο στο οποίο δίδαξαν πολλοί δάσκαλοι του Γένους. Το 1713 υπήρχε και δεύτερο σχολείο, ιδιόκτητο, του Γεωργίου Κυρίτζη.
Ονομαστές πνευματικές προσωπικότητες του 19ου αιώνα ήταν ο Ιωάννης Θεολόγος, διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Λειψίας, ο Κωνσταντίνος Μιχαήλ, ιατροφιλόσοφος, ο Ιωάννης Μιχαήλ, συγγραφέας, και φυσικά ο ποιητής Αθανάσιος Χριστόπουλος.
Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκικής σκλαβιάς, η Καστοριά υπήρξε κοιτίδα του ελληνισμού, όχι μόνο με τα σχολεία που διατηρούσε, αλλά και με τους αγώνες της. Το 1798, μαζί με το Ρήγα Βελεστινλή μαρτύρησαν και οι Καστοριανοί αδελφοί Ιωάννης και Παναγιώτης Εμμανουήλ.
Οι Καστοριανοί έλαβαν μέρος στην επανάσταση του 1821 και στην επανάσταση του 1878. Το ποθούμενο όμως δεν ήρθε τότε. Στον Μακεδονικό Αγώνα οι Καστοριανοί πήραν ενεργά μέρος με τους οπλαρχηγούς Παπαρέσκα, καπετάν Κώττα, Νταλίπη, Νταηλάκη και με επικεφαλής το Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη.
Η πόλη απελευθερώθηκε τελικά στις 11 Νοεμβρίου του 1912 από τον ελληνικό στρατό με επικεφαλής τος επίλαρχο Ιωάννη Άρτη.
Ο Λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού ανακαλύφθηκε τυχαία το 1932 από τον καθηγητή Πανεπιστημίου κ. Α.Κεραμόπουλο. Οι ανασκαφές στο χώρο άρχισαν το 1992 από την ομάδα του καθηγητή προϊστορικής αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. κ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδη. Τα ευρήματα των ανασκαφικών ερευνών μας παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή των κατοίκων της περιοχής πριν από περίπου 7.000 χρόνια. Διαπιστώνει λοιπόν κανείς την αξιοθαύμαστη τεχνογνωσία του ανθρώπου της εποχής εκείνης στο ψάρεμα, στο κυνήγι, στην καλλιέργεια της γης με εξελιγμένα για την εποχή εργαλεία και στην κατασκευή ξύλινων κατοικιών (καλύβες) στις όχθες της λίμνης. Στο χώρο των ανασκαφών με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα έχει διαμορφωθεί πάρκο με φυσική αναπαράσταση μέρους του προϊστορικού οικισμού.
Σύμφωνα με την παράδοση, στην τοποθεσία όπου σήμερα βρίσκεται η πόλη της Καστοριάς, στα προχριστιανικά χρόνια υπήρχε η μία από τις δύο γνωστές πόλεις της Ορεστίδος, το Κέλετρον ή Κήλητρον.
Το όνομα προέρχεται από το ρήμα κηλώ=θέλγω. Η πόλη υπήρξε πρωτεύουσα των Ορεστών Μακεδόνων, κτίστηκε από Αιολείς αποίκους, και πολιορκήθηκε από τους Ρωμαίους στον πόλεμο εναντίον του Φιλίππου Ε’ (200 π.Χ.)
Αναφορά στην πόλη με το όνομα Κήλητρον γίνεται από τον ιστορικό Τίτο Λίβιο.
Το 300 μ.Χ. ο Διοκλητιανός ανοικοδόμησε το φρούριο και τα τείχη της πόλης. Ο ιστορικός Προκόπιος αναφέρει την ακμή και, αργότερα, την καταστροφή μιας πόλης, της Διοκλητιανούπολης, που βρίσκεται στη χερσόνησο της λίμνης.
Ο ίδιος αναφέρει ακόμα πως ο Ιουστινιανός την ξανάχτισε, την οχύρωσε και την μετονόμασε σε Ιουστινιανούπολη.
Τη λέξη Καστοριά αναφέρει για πρώτη φορά τον 6ο αιώνα π.Χ. ο Προκόπιος, σαν όνομα όμως της λίμνης και όχι της πόλης. Για την ονομασία υπάρχουν πολλές εκδοχές.
Το πιθανότερο είναι πως η πόλη πήρε το όνομά της από την λίμνη, και αυτή από τους κάστορες που ζούσαν στις όχθες της.
Ο ιστορικός Σκυλίτζης μας πληροφορεί για την κατάληψη της πόλης από τους Βουλγάρους το 990. Η ανακατάληψη έγινε το 1018 από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο.
Το 1082 την κατέλαβαν οι Νορμανδοί και ένα χρόνο αργότερα, το φθινόπωρο του 1083, Ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός ανακατέλαβε την Καστοριά. Τότε άρχισε για την πόλη ένα διάστημα μακρόχρονης ειρήνης που είχε ως αποτέλεσμα μια αξιοσημείωτη οικονομική και πολιτιστική ακμή.
Κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα, η ανάπτυξη του εμπορίου, λόγω της γεωγραφικής θέσης της Καστοριάς, δημιούρησε τις προϋποθέσεις για μια αξιόλογη πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση.
Το 1385 η πόλη καταλαμβάνεται από τους Τούρκους και είναι άξιο προσοχής ότι η πολιτιστική δημιουργία όχι μόνο δεν διακόπτεται, αλλά, αντίθετα, οικοδομούνται νέες εκκλησίες και διακοσμούνται από αξιόλογους καλλιτέχνες.
Κατά τον 15ο αιώνα, η Καστοριά πληθυσμιακά συγκαταλέγεται στις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων. Οι κάτοικοί της είναι Χριστιανοί, Τούρκοι και Εβραίοι. Από τα μέσα του 15ου αιώνα υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη στην Καστοριά συνοικιών ραφτών, χρυσοχόων και γουναράδων.
Η επεξεργασία της γούνας, όπως και σήμερα, προφανώς απασχολούσε μεγάλο αριθμό βιοτεχνών, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τις εμπορικές επαφές με μεγάλα κέντρα της Ευρώπης (Βιέννη, Βουδαπέστη, Βενετία, Μόσχα) όπου οι Καστοριανοί ίδρυσαν ονομαστές παροικίες.
Η Καστοριά, από τον 16ο αιώνα, διατηρούσε δημόσιο σχολείο στο οποίο δίδαξαν πολλοί δάσκαλοι του Γένους. Το 1713 υπήρχε και δεύτερο σχολείο, ιδιόκτητο, του Γεωργίου Κυρίτζη.
Ονομαστές πνευματικές προσωπικότητες του 19ου αιώνα ήταν ο Ιωάννης Θεολόγος, διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Λειψίας, ο Κωνσταντίνος Μιχαήλ, ιατροφιλόσοφος, ο Ιωάννης Μιχαήλ, συγγραφέας, και φυσικά ο ποιητής Αθανάσιος Χριστόπουλος.
Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκικής σκλαβιάς, η Καστοριά υπήρξε κοιτίδα του ελληνισμού, όχι μόνο με τα σχολεία που διατηρούσε, αλλά και με τους αγώνες της. Το 1798, μαζί με το Ρήγα Βελεστινλή μαρτύρησαν και οι Καστοριανοί αδελφοί Ιωάννης και Παναγιώτης Εμμανουήλ.
Οι Καστοριανοί έλαβαν μέρος στην επανάσταση του 1821 και στην επανάσταση του 1878. Το ποθούμενο όμως δεν ήρθε τότε. Στον Μακεδονικό Αγώνα οι Καστοριανοί πήραν ενεργά μέρος με τους οπλαρχηγούς Παπαρέσκα, καπετάν Κώττα, Νταλίπη, Νταηλάκη και με επικεφαλής το Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη.
Η πόλη απελευθερώθηκε τελικά στις 11 Νοεμβρίου του 1912 από τον ελληνικό στρατό με επικεφαλής τος επίλαρχο Ιωάννη Άρτη.
Ο Λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού ανακαλύφθηκε τυχαία το 1932 από τον καθηγητή Πανεπιστημίου κ. Α.Κεραμόπουλο. Οι ανασκαφές στο χώρο άρχισαν το 1992 από την ομάδα του καθηγητή προϊστορικής αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. κ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδη. Τα ευρήματα των ανασκαφικών ερευνών μας παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή των κατοίκων της περιοχής πριν από περίπου 7.000 χρόνια. Διαπιστώνει λοιπόν κανείς την αξιοθαύμαστη τεχνογνωσία του ανθρώπου της εποχής εκείνης στο ψάρεμα, στο κυνήγι, στην καλλιέργεια της γης με εξελιγμένα για την εποχή εργαλεία και στην κατασκευή ξύλινων κατοικιών (καλύβες) στις όχθες της λίμνης. Στο χώρο των ανασκαφών με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα έχει διαμορφωθεί πάρκο με φυσική αναπαράσταση μέρους του προϊστορικού οικισμού.
Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010
Αποδράσεις_Φολόη
ο μύθος της Φολόης
Το δάσος της Φολόης υπήρξε κατοικία των Κενταύρων, έως την τελική τους εξόντωση από τον Ηρακλή. Εκεί ο Ηρακλής ολοκλήρωσε έναν από τους άθλους του αιχμαλωτίζοντας τον Ερυμάνθιο κάπρο. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα περιγράφει τους Κένταυρους σαν τριχωτούς ανθρώπους, αποκρουστικούς στην όψη, ενώ στην Οδύσσεια τους παρομοιάζει με τους Σάτυρους. Αξιοπρόσεχτο είναι το γεγονός πως πουθενά δεν αναφέρονται ούτε απεικονίζονται Κενταυρίνες.
Ο πιο γνωστός Κένταυρος ήταν ο Χείρων, ο δάσκαλος των μεγαλύτερων ηρώων της ελληνικής μυθολογίας. Κατοικούσε στο Πήλιο και ήταν περίφημος για τις γνώσεις και τη σοφία του. Κοντά στον Κένταυρο Χείρωνα μεγάλωσε, θρεμμένος με αίμα λιονταριού και μεδούλι αρκούδας, ο Αχιλλέας και κοντά του έμαθαν την πολεμική τέχνη, τη μουσική και το κυνήγι οι μεγαλύτεροι ήρωες.
Ο μύθος των Κενταύρων ήταν διαδομένος σε πολλά μέρη της Ελλάδας, από τη Θράκη μέχρι την Πελοπόννησο, τη Ρόδο και την Κύπρο. Οι Έλληνες πίστευαν ότι οι Κένταυροι ήταν άγριοι, μοχθηροί, επιθετικοί, ζηλόφθονοι, πολεμοχαρείς. Η δύναμή τους ήταν τεράστια. Μετακινούσαν ογκόλιθους, βράχια και πελώριους κορμούς δέντρων, τα οποία εκσφενδόνιζαν στους εχθρούς τους. Αγαπούσαν όμως και τα γλέντια, το κρασί και τις διασκεδάσεις.
Υπήρχε όμως και μια δεύτερη φυλή Κενταύρων, οι οποίοι κατάγονταν κατευθείαν από τους Ολύμπιους θεούς. Οι Κένταυροι αυτοί ήταν πρόσχαροι, δίκαιοι, γεμάτοι γνώσεις, σοφία και αρετή. Φίλοι, σύμμαχοι, προστάτες, σύμβουλοι και δάσκαλοι των ανθρώπων. Κύριοι εκπρόσωποί τους εκτός από τον Χείρωνα, που ήταν γιος του Κρόνου και της νύμφης Φιλύρας, ήταν και ο Φόλος, γιος του Σιληνού και της νύμφης Μελίας.
Περίφημη, κατά τη Μυθολογία, είναι η Kενταυρομαχία, δηλαδή η μάχη μεταξύ των Κενταύρων και των Λαπιθών. Οι Κένταυροι, οι Λαπίθες και η Κενταυρομαχία, υπήρξαν από τα πιο αγαπητά θέματα των καλλιτεχνών της αρχαιότητας. Η αλλόκοτη όψη των μυθολογικών αυτών τεράτων, η αρπαγή των γυναικών, η φοβερή πολεμική σύγκρουση, ενέπνευσαν τους καλλιτέχνες, οι οποίοι δημιούργησαν έργα απαράμιλλου αισθητικού κάλλους.
Στις μετόπες του Παρθενώνα και του Θησείου στην Αθήνα, στη ζωφόρο του ναού του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες στην Πελοπόννησο και στο δυτικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία, απεικονιζόταν θαυμάσια η Κενταυρομαχία.
Οι Κένταυροι ηττήθηκαν από τους Λάπιθες και κατέβηκαν στην Ηλεία και κατέλαβαν την περιοχή που σήμερα ονομάζεται Φολόη. Εκεί λήστευαν και φόνευαν τους περαστικούς. Οι Κένταυροι είναι τα πνεύματα της καταιγίδας, που συσσωρεύονται γύρω από τις κορυφές των βουνών.
Ο Κένταυρος Φόλος ήταν φίλος του Ηρακλή. Ο Φόλος είχε ορισθεί από τον προπάππου του φύλακας του μεγάλου πιθαριού με το κρασί των Κενταύρων. Το κρασί είχε προσφέρει ο θεός Διόνυσος, με εντολή να το φυλάξουν και να το ανοίξουν μόνο όταν εμφανιστεί ο Ηρακλής. Ο Ηρακλής είχε πάρει από τον Ευρυσθέα την εντολή να κάνει τον τέταρτο άθλο του, δηλαδή να συλλάβει ζωντανό τον Ερυμάνθιο κάπρο, που ζούσε στο όρος της Λαμπείας, στον Ερύμανθο. Ο κάπρος κατάστρεφε τις περιοχές της Ψωφίδος (Αρκάδων) και των Λασιωνίων (Ηλείων).
Ο Ηρακλής πέρασε πρώτα από τη σπηλιά του Κένταυρου Φόλου, προκειμένου να πάρει πληροφορίες σχετικά με το ζώο. Όταν ζήτησε κρασί ο Φόλος θυμήθηκε μεν την επιθυμία του Διόνυσου, δίστασε όμως να ανοίξει το πιθάρι, φοβούμενος τους συντρόφους του. Τελικά, κατόπιν προτροπής του Ηρακλή, ανοίγει το πιθάρι με το χιλιόχρονο κρασί και δίνει στον ήρωα να πιει σε ασημένιο τάσι.
Η ευωδιά του παλιού δυνατού κρασιού απλώθηκε γρήγορα στις ρεματιές και στο δάσος. Ο φόβος του Φόλου δεν άργησε να επαληθευτεί: Δέντρα έτριζαν, καθώς οι Κένταυροι έφταναν στη σπηλιά για να αρπάξουν το κρασί … Η μάχη ήταν δύσκολη: Οι Κένταυροι είχαν ταχύτητα αλόγου, υπερβολική δύναμη δισώματων θηρίων, με ανθρώπινη λογική και εμπειρία.
Ο Ηρακλής, με τα φαρμακερά βέλη, που είχε βάψει στο αίμα της Λερναίας Ύδρας, εξόντωσε πολλούς Κενταύρους, χωρίς όμως να το θέλει, πλήγωσε θανάσιμα τον φίλο του, τον Κένταυρο Χείρωνα. … Ο Χείρων ήταν αθάνατος και δεν ήταν δυνατόν να πεθάνει. Η πληγή όμως δεν επουλώθηκε προκαλώντας του φριχτούς πόνους. Όταν ο Χείρων συνειδητοποίησε πως θεραπεία δεν υπήρχε παρακάλεσε θερμά τον Δία να τον απαλλάξει από την αθανασία δωρίζοντας του τον θάνατο.
Υπάρχει μάλιστα μύθος που αναφέρεται στην προέλευση της δυσοσμίας των πηγών της λίμνης Καϊάφα. Σύμφωνα με τον μύθο αυτόν ο Κένταυρος Χείρωνας (ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Κένταυρος Νέσσος) στην προσπάθειά του να θεραπεύσει την πληγή που του προξένησε ο Ηρακλής πλύθηκε στα ιαματικά νερά της λίμνης μολύνοντας άθελά του με το δύσοσμο δηλητήριο της Λερναίας Ύδρας τα νερά.
Μετά την Κενταυρομαχία ο Ηρακλής επανέρχεται στη Φολόη, όπου βρίσκει τον φίλο του τον Φόλο ετοιμοθάνατο. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Κένταυρος στην διάρκεια της ταφής των συντρόφων του, θαμπώθηκε από την ομορφιά των βελών του Ηρακλή και επιχείρησε να περιεργαστεί ένα από αυτά. Αυτό όμως ξέφυγε από τα χέρια του και τον τραυμάτισε στο πόδι. Έτσι πέθανε ο Φόλος. Ο Ηρακλής έθαψε τον φίλο του μεγαλοπρεπώς, κοντά στο σημερινό χωριό Αντρώνι. Για να τον τιμήσει έδωσε στο δάσος και στην περιοχή όπου ο Φόλος ζούσε το όνομα Φολόη.
Στη διάρκεια του 19ου του και 20ου αιώνα, το δάσος της Φολόης συγκεντρώνει το ενδιαφέρον γεωγράφων και γεωβοτανικών επιστημόνων – περιηγητών.
Το δάσος της Φολόης υπήρξε κατοικία των Κενταύρων, έως την τελική τους εξόντωση από τον Ηρακλή. Εκεί ο Ηρακλής ολοκλήρωσε έναν από τους άθλους του αιχμαλωτίζοντας τον Ερυμάνθιο κάπρο. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα περιγράφει τους Κένταυρους σαν τριχωτούς ανθρώπους, αποκρουστικούς στην όψη, ενώ στην Οδύσσεια τους παρομοιάζει με τους Σάτυρους. Αξιοπρόσεχτο είναι το γεγονός πως πουθενά δεν αναφέρονται ούτε απεικονίζονται Κενταυρίνες.
Ο πιο γνωστός Κένταυρος ήταν ο Χείρων, ο δάσκαλος των μεγαλύτερων ηρώων της ελληνικής μυθολογίας. Κατοικούσε στο Πήλιο και ήταν περίφημος για τις γνώσεις και τη σοφία του. Κοντά στον Κένταυρο Χείρωνα μεγάλωσε, θρεμμένος με αίμα λιονταριού και μεδούλι αρκούδας, ο Αχιλλέας και κοντά του έμαθαν την πολεμική τέχνη, τη μουσική και το κυνήγι οι μεγαλύτεροι ήρωες.
Ο μύθος των Κενταύρων ήταν διαδομένος σε πολλά μέρη της Ελλάδας, από τη Θράκη μέχρι την Πελοπόννησο, τη Ρόδο και την Κύπρο. Οι Έλληνες πίστευαν ότι οι Κένταυροι ήταν άγριοι, μοχθηροί, επιθετικοί, ζηλόφθονοι, πολεμοχαρείς. Η δύναμή τους ήταν τεράστια. Μετακινούσαν ογκόλιθους, βράχια και πελώριους κορμούς δέντρων, τα οποία εκσφενδόνιζαν στους εχθρούς τους. Αγαπούσαν όμως και τα γλέντια, το κρασί και τις διασκεδάσεις.
Υπήρχε όμως και μια δεύτερη φυλή Κενταύρων, οι οποίοι κατάγονταν κατευθείαν από τους Ολύμπιους θεούς. Οι Κένταυροι αυτοί ήταν πρόσχαροι, δίκαιοι, γεμάτοι γνώσεις, σοφία και αρετή. Φίλοι, σύμμαχοι, προστάτες, σύμβουλοι και δάσκαλοι των ανθρώπων. Κύριοι εκπρόσωποί τους εκτός από τον Χείρωνα, που ήταν γιος του Κρόνου και της νύμφης Φιλύρας, ήταν και ο Φόλος, γιος του Σιληνού και της νύμφης Μελίας.
Περίφημη, κατά τη Μυθολογία, είναι η Kενταυρομαχία, δηλαδή η μάχη μεταξύ των Κενταύρων και των Λαπιθών. Οι Κένταυροι, οι Λαπίθες και η Κενταυρομαχία, υπήρξαν από τα πιο αγαπητά θέματα των καλλιτεχνών της αρχαιότητας. Η αλλόκοτη όψη των μυθολογικών αυτών τεράτων, η αρπαγή των γυναικών, η φοβερή πολεμική σύγκρουση, ενέπνευσαν τους καλλιτέχνες, οι οποίοι δημιούργησαν έργα απαράμιλλου αισθητικού κάλλους.
Στις μετόπες του Παρθενώνα και του Θησείου στην Αθήνα, στη ζωφόρο του ναού του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες στην Πελοπόννησο και στο δυτικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία, απεικονιζόταν θαυμάσια η Κενταυρομαχία.
Οι Κένταυροι ηττήθηκαν από τους Λάπιθες και κατέβηκαν στην Ηλεία και κατέλαβαν την περιοχή που σήμερα ονομάζεται Φολόη. Εκεί λήστευαν και φόνευαν τους περαστικούς. Οι Κένταυροι είναι τα πνεύματα της καταιγίδας, που συσσωρεύονται γύρω από τις κορυφές των βουνών.
Ο Κένταυρος Φόλος ήταν φίλος του Ηρακλή. Ο Φόλος είχε ορισθεί από τον προπάππου του φύλακας του μεγάλου πιθαριού με το κρασί των Κενταύρων. Το κρασί είχε προσφέρει ο θεός Διόνυσος, με εντολή να το φυλάξουν και να το ανοίξουν μόνο όταν εμφανιστεί ο Ηρακλής. Ο Ηρακλής είχε πάρει από τον Ευρυσθέα την εντολή να κάνει τον τέταρτο άθλο του, δηλαδή να συλλάβει ζωντανό τον Ερυμάνθιο κάπρο, που ζούσε στο όρος της Λαμπείας, στον Ερύμανθο. Ο κάπρος κατάστρεφε τις περιοχές της Ψωφίδος (Αρκάδων) και των Λασιωνίων (Ηλείων).
Ο Ηρακλής πέρασε πρώτα από τη σπηλιά του Κένταυρου Φόλου, προκειμένου να πάρει πληροφορίες σχετικά με το ζώο. Όταν ζήτησε κρασί ο Φόλος θυμήθηκε μεν την επιθυμία του Διόνυσου, δίστασε όμως να ανοίξει το πιθάρι, φοβούμενος τους συντρόφους του. Τελικά, κατόπιν προτροπής του Ηρακλή, ανοίγει το πιθάρι με το χιλιόχρονο κρασί και δίνει στον ήρωα να πιει σε ασημένιο τάσι.
Η ευωδιά του παλιού δυνατού κρασιού απλώθηκε γρήγορα στις ρεματιές και στο δάσος. Ο φόβος του Φόλου δεν άργησε να επαληθευτεί: Δέντρα έτριζαν, καθώς οι Κένταυροι έφταναν στη σπηλιά για να αρπάξουν το κρασί … Η μάχη ήταν δύσκολη: Οι Κένταυροι είχαν ταχύτητα αλόγου, υπερβολική δύναμη δισώματων θηρίων, με ανθρώπινη λογική και εμπειρία.
Ο Ηρακλής, με τα φαρμακερά βέλη, που είχε βάψει στο αίμα της Λερναίας Ύδρας, εξόντωσε πολλούς Κενταύρους, χωρίς όμως να το θέλει, πλήγωσε θανάσιμα τον φίλο του, τον Κένταυρο Χείρωνα. … Ο Χείρων ήταν αθάνατος και δεν ήταν δυνατόν να πεθάνει. Η πληγή όμως δεν επουλώθηκε προκαλώντας του φριχτούς πόνους. Όταν ο Χείρων συνειδητοποίησε πως θεραπεία δεν υπήρχε παρακάλεσε θερμά τον Δία να τον απαλλάξει από την αθανασία δωρίζοντας του τον θάνατο.
Υπάρχει μάλιστα μύθος που αναφέρεται στην προέλευση της δυσοσμίας των πηγών της λίμνης Καϊάφα. Σύμφωνα με τον μύθο αυτόν ο Κένταυρος Χείρωνας (ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Κένταυρος Νέσσος) στην προσπάθειά του να θεραπεύσει την πληγή που του προξένησε ο Ηρακλής πλύθηκε στα ιαματικά νερά της λίμνης μολύνοντας άθελά του με το δύσοσμο δηλητήριο της Λερναίας Ύδρας τα νερά.
Μετά την Κενταυρομαχία ο Ηρακλής επανέρχεται στη Φολόη, όπου βρίσκει τον φίλο του τον Φόλο ετοιμοθάνατο. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Κένταυρος στην διάρκεια της ταφής των συντρόφων του, θαμπώθηκε από την ομορφιά των βελών του Ηρακλή και επιχείρησε να περιεργαστεί ένα από αυτά. Αυτό όμως ξέφυγε από τα χέρια του και τον τραυμάτισε στο πόδι. Έτσι πέθανε ο Φόλος. Ο Ηρακλής έθαψε τον φίλο του μεγαλοπρεπώς, κοντά στο σημερινό χωριό Αντρώνι. Για να τον τιμήσει έδωσε στο δάσος και στην περιοχή όπου ο Φόλος ζούσε το όνομα Φολόη.
Στη διάρκεια του 19ου του και 20ου αιώνα, το δάσος της Φολόης συγκεντρώνει το ενδιαφέρον γεωγράφων και γεωβοτανικών επιστημόνων – περιηγητών.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)