Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Αποδράσεις_Κάρυστος


Στην Κάρυστο


Στην αρχαιότητα η Κάρυστος περιλαμβανόταν στις τέσσερις σπουδαιότερες πόλεις της Εύβοιας (οι άλλες ήταν Χαλκίδα, Ερέτρια και Ιστιαία). Οι Καρυστινοί λαμβάνουν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με αρχηγό τον Παλαμήδη, που όμως πέφτει θύμα της οργής Οδυσσέα. Συγκαταλέγεται στις πόλεις που πρώτες κόβουν νομίσματα. Το Καρυστινό πολίτευμα ακολουθεί την πολιτειακή εξέλιξη της διαδοχής μεταξύ βασιλείας, ολιγαρχίας και δημοκρατίας. Το δημοκρατικό πολίτευμα εγκαθιδρύεται οριστικά πριν από το 500 π.Χ. Το γεγονός αυτό προδιαγράφει και τη μοίρα της Καρύστου στη διάρκεια των Περσικών Πολέμων. Η πόλη υποτάσσεται στους Πέρσες δύο φορές. Το 490 π.Χ., πριν από την αποβίβαση των Περσών στον Μαραθώνα, οι Καρυστινοί αρνούνται να δώσουν σε αυτούς γη και ύδωρ. Οι Πέρσες δυώνουν την χώρα και προχωρούν ανεμπόδιστοι εναντίον της Ερέτριας, όπου πράττουν το ίδιο. Η μοίρα θέλησε αυτή να είναι και η τελευταία τους επιτυχία σε αυτόν τον πρώτο πόλεμο. Στη διάρκεια του δεύτερου Περσικού πολέμου, το 480, η Κάρυστος καταλαμβάνεται από τον Ξέρξη χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα προβολής αντίστασης. Καρυστινοί οπλίτες μετέχουν, έναν χρόνο αργότερα, και στην μάχη των Πλαταιών εναντίον του Μαρδόνιου. Και όμως η ενότητα των Ελληνικών πόλεων αποδεικνύεται πρόσκαιρη. Οι Καρυστινοί αρνούνται να αποδεχτούν την κηδεμονία των Αθηναίων, με αποτέλεσμα την πολιορκία της πόλης από τον Κίμωνα, ο οποίος την αναγκάζει να προσχωρήσει στην συμμαχία της Δήλου και ουσιαστικά να υποκύψει στην ισχύ της Αθηναϊκής ηγεμονίας (472 π.Χ.). Έκτοτε οι Καρυστινοί που πληρώνουν φόρο υποτελείας στους Αθηναίους και τείνουν να καταντήσουν δουλοπάροικοι αυτών, αναζητούν την ευκαιρία να αποστατήσουν. Η ευκαιρία δίνεται μετά την ήττα των Αθηναίων στην μάχη της Κορώνειας της Βοιωτίας (447) από τους Σπαρτιάτες. Η αποστασία όμως δεν διαρκεί πολύ, γιατί τον επόμενο χρόνο, ο Περικλής εκστρατεύει στην Εύβοια υποχρεώνοντας σε συνθηκολόγηση τις ευβοϊκές πόλεις. Οι Καρυστινοί ακολουθούν, παρά τη θέλησή τους, την τύχη των Αθηναίων μετέχοντες και στον Πελοποννησιακό πόλεμο στο πλευρό τους. Το 411 π.Χ. όμως η Κάρυστος αποστατεί και πάλι και μετέχει στην νεοιδρυθείσα Ευβοϊκή Ομοσπονδία. Στο διάστημα αυτό, ακολουθώντας τη μοίρα των δορυφοροποιημένων πόλεων περνά στη σφαίρα επιρροής των Σπαρτιατών. Μετά όμως από την ήττα του Επαμεινώνδα στη Μαντινεία από τους Αθηναίους (362), η πόλη επιστρέφει, για μία ακόμα φορά, στους κόλπους της Αθηναϊκής συμμαχίας. Το 338 όλη η Εύβοια καταλαμβάνεται από τους Μακεδόνες όταν αυτοί νικούν την συμμαχία των πόλεων της νότιας Ελλάδας στη Χαιρώνεια. Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου ολόκληρη η Εύβοια περιέρχεται στο Μακεδονικό Κράτος της Ελλάδας και εξακολουθεί να βρίσκεται υπό Μακεδονική επικυριαρχία, με διαλείμματα αποστασίας ή ανεξαρτησίας, μέχρι το 221 π.Χ. χρόνο θανάτου του τελευταίου Μακεδόνα εξουσιαστή Αντίγονου του Δωσώνος. Παρόλα αυτά μακεδονική φρουρά διατηρείται στην Κάρυστο μέχρι το 198 π.Χ., οπότε οι Ρωμαίοι, επί Φλαμινίνου, καταλαμβάνουν την Ερέτρια και ακολούθως και την Κάρυστο. Η κατάληψη ήταν προσωρινή, στρατιωτικής φύσεως μόνο γιατί η Κάρυστος διατηρούσε την αυτονομία της. Περί το 88 π.Χ. η Κάρυστος γίνεται η βάση επιχειρήσεων του Βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη στη διάρκεια της ανεπιτυχούς εκστρατείας του ενάντια στους Ρωμαίους. Μετά την πάροδο των Μιθριδατικών πολέμων η Κάρυστος διανύει μακρά περίοδο ησυχίας. Κατά τη διάρκεια του 1ου π.Χ. αιώνα η Κάρυστος γίνεται η δεύτερη σε σημασία, μετά την Χαλκίδα, πόλη της Ευβοίας. Κι όμως, η Ρωμαϊκή κατοχή οδηγεί αρχικά στην περιθωριοποίηση της πόλης και τελικά στην παρακμή. Ελάχιστες πληροφορίες μας δίνει η ιστορία για την Κάρυστο της 1ης μ.Χ. χιλιετηρίδας. Το 100 μ.Χ. βρίσκει την Κάρυστο αυτοδιοικούμενη και μέλος του Ευβοϊκού Κοινού πάντα όμως κάτω από τον έλεγχο και την οικονομική εξάρτηση των Ρωμαίων. Δούλοι Καρυστινοί και ξένοι δούλευαν στα αυτοκρατορικά λατομεία και σε αξιωματούχους Ρωμαίους, όπως προκύπτει από διασωθείσες επιγραφές. Υποστηρίζεται ότι τα αυτοκρατορικά ρωμαϊκά λατομεία λειτουργούσαν στην περίοδο των δύο πρώτων αιώνων μ.Χ. Είναι εξακριβωμένο όμως ότι τα Καρυστινά λατομεία λειτουργούσαν τουλάχιστον από τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. και μάλιστα πυρετωδώς. Για την περίοδο που μας ενδιαφέρει υπάρχουν αποδείξεις ότι Καρυστινά μάρμαρα χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλα δημόσια και μη έργα. Άλλες πληροφορίες για τη σκοτεινή αυτή περίοδο μας παρέχει η εκκλησιαστική ιστορία. Ενδεικτικά : Περί το 300 μ.Χ. διαδόθηκε ο Χριστιανισμός στη Ν. Εύβοια Το 325 υπήρχε Επισκοπή Καρύστου. Το 458 λειτουργούσαν δύο Επισκοπές στην Καρυστία: Της Καρύστου με επίσκοπο τον Κυπριακό και της Αυλώνας. Περί το 500 αναφέρεται ο Επίσκοπος Καρύστου Ιωήλ. Μέχρι το 733 η επισκοπή υπήγετο στη Μητρόπολη Κορίνθου και από τότε στη Μητρόπολη Αθηνών. Το 872 κυνηγοί από τη Ν. Εύβοια μετέφεραν τη Θεία Μετάληψη στην Αγία Θεοκτίστην της Πάρου. Το 293 ο δεσποτικός Αυτοκράτορας Διοκλητιανός κατάργησε το Ευβοϊκό Κοινό στο οποίο μετείχε και η Κάρυστος. Το 330, επί Κωνσταντίνου, η Κάρυστος υπήχθη στην δικαιοδοσία της Νέας Ρώμης. Το 395 οριστικοποιείται ο διαχωρισμός του Ρωμαϊκού Κράτους και η Κάρυστος υπάγεται στο Ανατολικό κράτος. Το 435 υπάγεται στα ευεργετικά μέτρα του Θεοδοσίου Β΄ και πληρώνει το 1/3 του φόρου. Επί Αυτοκρατορίας Ιουστινιανού η Κάρυστος συγκαταλέγεται μεταξύ των 79 πόλεων του θέματος (επαρχίας) Αχαίας δηλαδή Ανατολικής Στερεάς - και Ευβοίας - Κυκλάδων. Το 1030 πρωτοκτίζεται οχυρό στη θέση του σημερινού Κάστρου. Περί το 1050 ενώθηκαν Ελλάς και Πελοπόννησος. Κατά τον 12ο αιώνα Καρυστινά πλοία ασχολούντο με την αλιεία της πορφύρας στη Γυάρο. Το 1199 η Κάρυστος γίνεται Βενετσιάνικος σταθμός ελευθέρου Εμπορίου υπό την πίεση των Ενετών επιδρομέων


Η Κάρυστος κατά την περίοδο Φραγκοκρατίας Το 1204 ο εκ των ηγετών της Δ΄ Σταυροφορίας Βονιφάτιος ο Μομφερατικός επέτυχε κατά τη διανομή των κατακτηθεισών χωρών του Βυζαντινού Κράτους να γίνει κύριος ολοκλήρου της Βαλκανικής και έγινε Βασιλιάς με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Την κυρίως Ελλάδα παραχώρησε σε διάφορους ιππότες. Την Εύβοια την παραχώρησε στον Ιάκωβον Αβέσνην. Ο Αβέσνης το 1205 διένειμε το νησί σε τριτήμορα και ανέθεσε τη διοίκηση σε τρεις ιππότες από τους οποίους ο Ραβανόπς Δαλλεκάρτσερι μετά την αποχώρηση του ενός και το θάνατο του άλλου (1209) έγινε κύριος όλου του νησιού. Πέθανε το 1216 και το νότιο τμήμα (Καρυστία) το κληρονόμησε η σύζυγός του Ισαβέλλα με τις δύο κόρες Βέθρα και Γραπέλα ή Φελίζα. Από το 1216 μέχρι το 1250 τιμαριούχοι της Καρύστου ήταν κατά σειρά η Ισαβέλλα, μετά τον θάνατό της η Βέθρα και στη συνέχεια η Φελίζα. Ουσιαστικά διοικητής της ήταν ο Γουλιέλμος Δαλλεκάρτσερι ο Α' μέχρι και το 1250. Από το 1250 μέχρι το 1276 Διοικητής Καρύστου ήταν ο Γάλλος Όθωνας Ντε Σικόν. Μετά εμφανίστηκε ο Λικάριος, Καρυστινός ιππότης από Βικεντιανό πατέρα και Καρυστινή μητέρα, ο οποίος παντρεύτηκε την άλλη Φελίζα, κόρη του Γουλιέλμου της Ευβοίας. Οι συγγενείς της όμως θεώρησαν προσβολή το γάμο και έτσι αποκήρυξαν τον Λικάριο. Αυτός για εκδίκηση κατέβηκε στην Κάρυστο όπου οχυρώθηκε σε ένα φρούριο του Καβοντόρου κοντά στο χωριό Ζαχαριά και άρχισε με μερικούς δικούς του να κάνει επιδρομές στα χωριά. Κι αφού πέτυχε την εύνοια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου και την ενίσχυση από τον Βυζαντινό Ναύαρχο Αλέξιο τον Φιλανθρωπινό, πολιόρκησε την Κάρυστο και το ισχυρό κάστρο της το 1276. Όλα τα κάστρα της Εύβοιας το ένα μετά το άλλο έπεφταν στα χέρια του Λικάριου. Όλη η Εύβοια έγινε δικό του τιμάριο με εξαίρεση την Χαλκίδα. Έτσι όταν το1278 ο Λικάριος βοηθούμενος από πολλούς Φράγκους πολιόρκησε τη Χαλκίδα, βρήκε αντίσταση και από τον τιμαριούχο Γυιβέρτο και από τον Δούκα των Αθηνών Ιωάννη Δελαρός. Σε μάχη που έγινε κοντά στον Βατώντα νικητής βγήκε ο Λικάριος που αιχμαλώτισε και τον αδελφό της Φελίζας και τον Δελαρός. Όμως έλυσε την πολιορκία γιατί κατέφθαναν δυνάμεις από την Πελοπόννησο υπό τον αδελφό του Ιωάννη Δελαρός, Ιάκωβο. Αρκέστηκε τότε να αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη, φέρνοντας μαζί του σαν τρόπαιο τους δύο μεγιστάνες Φράγκους στον αυτοκράτορα. Ο Γυιβέρτος πέθανε από συγκοπή, ο δε Λικάριος επέστρεψε και συνέχισε τις επιδρομές του χωρίς όμως να μπορέσει να υποτάξει την Χαλκίδα. Στη συνέχεια ακολούθησε το Βυζαντινό στόλο σε διάφορες επιχειρήσεις ώσπου χάθηκαν τα ίχνη του. Στο μεταξύ ο τιμαριούχος της Καρύστου Όθωνας Ντε Σικόν με την οικογένειά του είχε καταφύγει στην Αθήνα όπου πέθανε και αυτός και η γυναίκα του αφήνοντας μοναδική κληρονόμο την κόρη του Αγνή. Ο Δούκας των Αθηνών Γουίδος ο Β' που την είχε υπό την προστασία του, την παντρεύει με τον Βονιφάτιο Δαλλεκάρτσερι ορφανό του Γουλιέλμου Β' Δαλλεκάρτσερι (1294).Το 1296 οι Φράγκοι εκδιώκουν τη Βυζαντινή φρουρά της Καρύστου και εγκαθιστούν στο κάστρο το νεαρό ζεύγος Βονιφάτιου και Αγνής. Ο Βονιφάτιος παρέμεινε κύριος της Καρύστου μέχρι το θάνατό του (1317).Κληρονόμος του Φρουρίου Καρύστου ήταν η Μαρούλα και προσωρινά κάτοχος ο σύζυγός της Αλφόνσος επισημοποιηθείς με συνθήκη μετά των Ενετών το 1321.Ήταν η λαμπρότερη για τους αφέντες του Κάστρου εποχή τότε. Οι Ενετοί ήθελαν πάση θυσία να γίνουν κύριοι της Καρύστου και επιζητούσαν να την αγοράσουν, πράγμα που πέτυχαν κατά το 1366, από τον γιο του Αλφόνσου τον Αραγώνιο. Επίτροπος των Ενετών μέχρι το 1386 διετέλεσε ο Ιωάννης Ιουστινιάνης και μετά μέχρι το 1406 τρεις αδελφοί Ιουστινιάνες ως τιμαριούχοι. Στο μεταξύ η Ν. Εύβοια και ιδίως η περιοχή του Καβοντόρου είχε αραιώσει από πληθυσμό εξ αιτίας των διαφόρων ταραχών. Γι' αυτό η Βενετία με διακήρυξη καλούσε όσους θέλουν, να εγκατασταθούν στην περιοχή και θα τους παραχωρούσε κλήρο απαλλαγμένο από κάθε φόρο. Σκοπός της ήταν να προσελκύσει Αλβανούς εποίκους που κατέβαιναν τότε στην Ελλάδα για να στρατεύονται σε περίπτωση ανάγκης. Εποικισμός Αρβανιτών στον Καβοντόρο έγινε το 1402 και το 1425. Μετά η Καρυστία περιήλθε στην κυριότητα του οίκου Τζώρτζη της Βενετίας μέχρι το 1470 που κατέλαβαν οι Τούρκοι την Εύβοια. Τουρκοκρατία Κατά την διάρκεια της Φραγκοκρατίας οι Τούρκοι επέδραμαν επανειλημμένα εναντίον της Καρύστου. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, παράλληλα με τις οργανωμένες επιχειρήσεις τους για την κατάληψη ολόκληρης της Ελλάδας εντείνουν τις επιδρομές τους στα νησιά και τα παράλια της Εύβοιας. Μέχρι το 1465 όλη σχεδόν η Ελλάδα έχει καλυφθεί. Τον Ιούλιο του 1470 με συντονισμένη επιχείρηση από ξηράς, υπό τον Μωάμεθ τον πορθητή και από θαλάσσης, υπό τον Μαχμούτ πασά καταλαμβάνεται η Χαλκίδα. Τον ίδιο μήνα καταλαμβάνεται και η Κάρυστος. Η πόλη ερημώνεται ολοκληρωτικά. Από την δουλοπαροικία οι κάτοικοί της μεταπίπτουν στο καθεστώς της δουλείας. Η καταπίεση και η άγρια φορολόγηση συντελούν στην πλήρη καταστροφή της κατά τα λοιπά επισκοπικής έδρας. Η εκκλησία είναι η μόνη που στέκει ακόμα. Ο ξεσηκωμός του 1821 βρήκε την Εύβοια και ιδιαίτερα την Κάρυστο υπό τον ζυγό ενός ιδιαίτερα σκληρού μπέη. Ο Ομέρ Μπέης της Καρύστου, από τους πιο επιφανείς Τούρκους της εποχής, στήριζε την εξουσία του στην απομύζηση των ραγιάδων προβάλοντας προς τα έξω το προσωπείο του δίκαιου εξουσιαστή. Με θεμιτούς και αθέμιτους τρόπους, εκβιάζοντας και απειλώντας είχε επιτύχει την συγκέντρωση των περισσοτέρων κτημάτων της περιοχής στα χέρια του ίδιου και λίγων Τούρκων αξιωματούχων του περιβάλλοντός του. Οι περισσότεροι Χριστιανοί κάτοικοι είχαν αναγκαστεί να καταφύγουν στα γύρω νησιά του Αιγαίου και στην Αίγινα. Την Άνοιξη του 1821, πριν και μετά την κήρυξη της επανάστασης ο Ομέρ εκινείτο μεταξύ Χαλκίδας και Καρύστου και αγωνίζονταν για την καταστολή της εξέργεσης, εξαναγκάζοντας τους ιερείς να αποσβήσουν κάθε κίνηση, συλλαμβάνοντας ομήρους και θανατώνοντας μετά βασάνων κάθε ύποπτο. Το άπαρτο κάστρο Ο ξεσηκωμός στην Εύβοια άρχισε τον Μάη του 1821 από το βόρειο τμήμα του νησιού όπου ήταν ευκολότερη η επικοινωνία με την υπόλοιπη Ελλάδα. Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο έγιναν οι πρώτες επαναστατικές κινήσεις στη βόρεια Καρυστία για να ακολουθήσει ο ξεσηκωμός τον Αύγουστο στην περιοχή Καρύστου με την αποτυχημένη εκστρατεία του Επίσκοπου Νεόφυτου στα Στύρα. Το σχέδιο του Νεόφυτου ήταν να αποκόψει τον ερχομό του Ομέρ Μπέη ώστε να καταστεί ευκολότερη η άλωση του Φρουρίου της Καρύστου. Αλλά ο Ομέρ έφθασε γρηγορότερα και διασκόρπισε τους απροετοίμαστους αγωνιστές του Νεόφυτου. Τον Φεβρουάριο του 1822 έφθασε στην Κάρυστο ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με 300 στρατιώτες και με την ενίσχυση του Μαυρομιχάλη, Κριεζώτη, Τομαρά και Βάσου συγκεντρώνει δύναμη 1500 περίπου ανδρών και πλησιάζει στο Κάστρο. Μετά από πυροβολισμούς και κλεφτοπόλεμο μεταξύ των Ελλήνων αγωνιστών και του Ομέρ, ο Οδυσσέας κατάφερε τελικά να αποκρούσει τους Τούρκους στρατιώτες. Δικαιολογημένη αισιοδοξία επικρατούσε στο ελληνικό στρατόπεδο όταν ο Οδυσσέας λαμβάνει διαταγή από τον Άρειο Πάγο να μεταβεί προς βοήθεια στο στρατόπεδο της Ανατολικής Ελλάδος, προτού καν επιχειρήσει την πολιορκία. Η δεύτερη απόπειρα κατά του Κάστρου έγινε αρχές του 1823 όταν ο Κριεζώτης με δύναμη 2500 ανδρών εκστράτευσε κατά της Καρύστου. Περί τα μέσα Μαΐου περίπου, ο Κριεζώτης πολιορκεί το Κάστρο καταλαμβάνοντας τα γύρω του υψώματα από Μεκουνίδας μέχρι Αγίας Μαρίνας και πιάνοντας οχυρωμένες θέσεις. Οι πολιορκούμενοι ήλθαν σε απελπιστική κατάσταση. Ο Ομέρ πρόλαβε στον Καβομαντέλο το Ναύρχο Χοσέφ Πασά ο οποίος μετέβαινε στην Πάτρα, και τον πείθει να πλησιάσει στην Κάρυστο για βοήθεια. Αυτός αποβιβάζει 5000 και επιτυγχάνει να διαλύσει τη δύναμη του Κριεζώτη. Στη συνε΄χεια οι Τούρκοι λεηλατούν την περιοχή. Η τρίτη απόπειρα έγινε τον Μάρτη του 1824.Ο Κριεζώτης έφθασε στη Βρύση του Μπέη με 800 άνδρες και από εκεί κατεβαίνει και φτιάχνει οχυρά στο Λυκόρεμα. Παράλληλα σπεύδουν προς βοήθειά του 7 Ψαριανά πλοία. Οι Τούρκοι χτυπούν το Ελληνικό στρατόπεδο διότι τους αφαίρεσαν 2000 γιδοπρόβατα από την Κρυφτή, το Λειβαδάκι και την Παξιμάδα. Οι Έλληνες ανταπαντούν εκδιώκοντάς μέχρι τους Αλμαναίους και το Χαρτζάνι όπου και εγκαθιστούν στενότερη πολιορκία. Εν τω μεταξύ φθάνει από την Αθήνα και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος για επιθεώρηση αλλά τα γιδοπρόβατα έγιναν αιτία διαμάχης μεταξύ των δύο αρχηγών, διότι ο μεν Κριεζώτης δεν επιτρέπει στον Οδυσσέα να πάρει μερίδιο, ο δε Οδυσσέας επιστρέψας στα πλοία απαγόρεψε τον ανεφοδιασμό του Κριεζώτη, ο οποίος στερούμενος τροφίμων και μαθαίνοντας ότι έρχεται Τουρκικός στρατός από την Χαλκίδα λύνει την πολιορκία. Η τέταρτη απόπειρα έγινε τον Μάρτιο του 1826 από τον Γάλλο Φιλέλληνα Συνταγματάρχη Φαβιέρο. Στις 5 Μαρτίου πολιορκεί το Κάστρο. Η πρώτη επίθεση για την κατάληψη του Φρουρίου έγινε στην κύρια πύλη αλλά εξασθένησε από βλάβη του τηλεβόλου. Η δεύτερη έγινε στις 12 Μαρτίου. Οι Έλληνες δεν τα καταφέρνουν και οπισθοχωρούν. Η είδηση ότι φθάνει Τούρκικη βοήθεια από την Χαλκίδα, οι πολλές απώλειες και η έλλειψη τροφίμων ανάγκασαν τον Φαβιέρο να λύσει την πολιορκία. Τα μετά την απελευθέρωση Η Εύβοια παρότι πλήρωσε ακριβό φόρο αίματος, έμελλε να απελευθερωθεί μόνο με διπλωματικές διαπραγματεύσεις. Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3/2/1830 στο νέο Κράτος περιλήφθηκε και η Εύβοια. Παρουσιάστηκαν όμως εμπόδια για την αποζημίωση του τούρκικων περιουσιών και έτσι δόθηκε διορία για να φύγουν οι Τούρκοι μέχρι το τέλος του 1832 που παρατάθηκε μέχρι τον Μάρτιο του 1833. Η παράδοση της Καρύστου στον κυβερνητικό αντιπρόσωπο έγινε στις 9 Απριλίου 1833. Στις 15 Απριλίου ορκίστηκε η Δημογεροντία Καρύστου που ψήφισε ο λαός (3 δημογέροντες και ο Γραμματέας). Στις 15 Μαρτίου 1834 οι Δημογέροντες ζητούν εγγράφως προς τον Έπαρχο Καρυστίας να ονομαστεί «Οθωνίς» η νέα πόλη που θα κτιστεί στην παραλία. Στις 28/12/1836 δημοσιεύεται το διάταγμα των Διοικήσεων και των Δήμων του Κράτους σύμφωνα με το οποίο ο Νομός Ευβοίας είχε τρεις Διοικήσεις 1) Ευβοίας, 2) Σκοπέλου και Σκιάθου και 3) Καρυστίας. Η Διοίκηση Καρυστίας περιελάμβανε τρεις δήμους Β' τάξεως (Καρύστου, Δυστίων και Κυμαίων) και τέσσερις Γ' τάξεως. Πρωτεύουσα του Δήμου Καρύστου ήταν η Κάρυστος, Δήμαρχος ο Γ. Π. Ρούντος και εισπράκτωρ ο Θ.Κότσικας. Στις 11/5/1841 υπογράφεται το ''Συμφωνίας περί συνοικισμού έγγραφο'' των 20 εκ των πλέον σημαινόντων Καρυστινών, σύμφωνα με το οποίο υποχρεούνται οι υπογράφοντες να κτίσουν την κατοικία τους στη νέα πόλη μέσα σε 18 μήνες από την έγκριση του σχεδίου. Στις 16/9/1841 επί Δημαρχίας Α. Στρατή επισκέπτεται ο Όθωνας την Κάρυστο. Με το Β.Δ. της 13/25-10-42 εγκρίνεται το σχέδιο του παραλιακού οικισμού Γάλλου αξιωματικού αρχικά, για δεύτερη φορά τροποποιημένο. Το 1843 έρχεται στην Κάρυστο ο Βαυαρός μηχανικός Όθων Μίρμπαχ και χωρίζει τα οικόπεδα σύμφωνα με το σχέδιο που ο ίδιος του είχε δώσει την τελική μορφή. Το 1848 μεταφέρεται η πρωτεύουσα από τους Μύλους στο νέο οικισμό που πήρε στο μεταξύ το όνομα Οθωνούπολις. Έτσι την Κάρυστο την αποτελούσαν τα χωριά που συγκροτούν σήμερα τις 4 γύρω Κοινότητες (Καλυβίων, Γραμπιάς, Μύλων και Αετού) και η παραλιακή Οθωνούπολις. Το 1863 μετονομάζεται η Οθωνούπολις σε Κάρυστο. Το 1875 αποσπάται από το Δήμο Καρύστου η περιφέρεια του Μαρμάρου και αποτελεί ιδιαίτερο Δήμο (Μαρμαρίου) με έδρα το Κατσαρώνι. Το 1889 απογράφεται για πρώτη φορά η Κάρυστος ως ιδιαίτερη πόλη. Με Β.Δ. της 11/8/1912 η περιοχή του Δήμου Καρύστου χωρίστηκε σε κοινότητες. Την Κοινότητα Καρύστου απετέλεσε η Κάρυστος με τους συνοικισμούς Παλ. Χώρα και Πηγαδάκια. Η πρώτη κοινοτική αρχή εκλέχτηκε και ανέλαβε το 1914. Το 1946 η Κοινότητα Καρύστου έγινε Δήμος.